Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

2012: Άντε και καλή ψαριά

Fun fact:
Ο Τρίσταν Μίλερ έκανε τον Μαραθώνιο να μοιάζει με βόλτα. Ο 33χρονος Αυστραλός ολοκλήρωσε την ατελείωτη απόσταση των 42 χιλιομέτρων και 195 μέτρων 52 φορές φέτος, κερδίζοντας μια θέση στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες. Ο ερασιτέχνης δρομέας εκκίνησε και τερμάτισε σε 52 κούρσες, ταξίδεψε σε 42 διαφορετικές χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα, χωρίς να επηρεαστεί από την κούραση, τις ασθένειες και τα συνεχόμενα, αεροπορικά ταξίδια. Ο τελευταίος του σταθμός ήταν στα πάτρια εδάφη και συγκεκριμένα στο Άλμπερτ Παρκ της Μελβούρνης. “Ανησυχούσα περισσότερο για το αν καταφέρω να βρίσκομαι στην ώρα μου στην πόλη που γινόταν ο Μαραθώνιος, παρά για το αν φτάσω στον τερματισμό. Μάλιστα, κάποιες φορές μέσα σε δυο μέρες αγωνίστηκα σε δυο Μαραθωνίους, προκειμένου να προλάβω να πάρω μέρος στους αγώνες της Ανταρκτικής και της Μογγολίας, που ήταν δυο πολύ μακρινοί προορισμοί”, είπε ο Αυστραλός λίγο μετά τον τερματισμό του αγώνα, που τον έβαλε στο βιβλίο των ρεκόρ. Όλη αυτή η Οδύσσεια που πέρασε ο Μίλερ στοίχισε συνολικά 120.000 δολάρια. Ο “ήρωας της Αυστραλίας”, όπως αποκαλείται πλέον από τους συμπατριώτες του, πούλησε πολλά από τα υπάρχοντά του, προκειμένου να καταφέρει να ανταπεξέλθει στις οικονομικές απαιτήσεις του άθλου του…
Θέμα:
Καθώς τελειώνει η ταλαιπωρημένη για πολλούς χρονιά του 2011, έρχεσαι αντιμέτωπος με τον ίδιο σου τον εαυτό, μιας και δεν είναι απίθανο να είσαι λίγο πιο απογοητευμένος, λίγο πιο εκνευρισμένος, λίγο πιο αδικημένος, λίγο πιο χρεωμένος, λίγο πιο χωρισμένος, λίγο πιο κουρασμένος, λίγο πιο αγχωμένος, λίγο πιο απ’ όλα με μπόλικο από τα πάντα. Και αναλογίζεσαι τι είναι αυτό που έφταιξε. Να ήταν η οικονομική κρίση; Να ήταν η μιζέρια που δεσπόζει στον ρεαλισμό γύρω σου; Να ήταν οι συγκυρίες; Να ήταν οι εκλογές; Να ήταν το τρέξιμο της δουλειάς σου; Να ήταν κάποιο χειρουργείο που σε κράτησε πίσω; Να ήταν κάποιος οικογενειακός σκόπελος, που σκόνταψες πάνω του πολλάκις και ακόμα αγωνιάς να πατήσεις στα πόδια σου; Βάλε άνω παύλα φιλαράκι, γιατί τα πράγματα είναι πολύ απλά για όλους. Η λύση; Πήγαινε στο Μπαλί να γίνεις ψαράς.
Αφορμή:
Αν ένας φαντασιόπληκτος Αυστραλός κατάφερε να χρεωθεί μια περιουσία και να μείνει γδυτός από οικονομικές εγγυήσεις, χωρίς μάλιστα να είναι σίγουρος για το τι κάνει, τότε είμαστε όλοι έρμαια των παρορμήσεών μας. Και αυτό είναι καλό, από το να είμαστε έρμαια των παρορμήσεων των άλλων. Αν λοιπόν το μέσα σου ουρλιάζει κάτι και το ακούς, μην το προσπερνάς. Κάτσε, άνοιξε μια μπύρα, βάλε μια μουσική να παίζει και δες πώς θα βρεις τον τρόπο να ικανοποιήσεις τη λιγούρα σου. Γιατί αυτή σου η λιγούρα είναι σαν την ανάγκη σου να βγάλεις τα πρώτα υγρά της ημέρας – αν την ικανοποιήσεις, μόλις ξύπνησες. Και αφού ξύπνησες, είναι απλό. Πήγαινε στο Μπαλί να γίνεις ψαράς.
Πιθανός στόχος:
Η “Ιθάκη” προσπαθούσε διακαώς να μεταδώσει τη συμπαντική αλήθεια που όλοι αγνοούμε: το ταξίδι είναι μείζονος σημασίας, ενώ ο στόχος δευτερεύουσας. Σωστά. Αλλά πότε έμεινες ικανοποιημένος από την προσπάθειά σου, όταν τελικά το μόνο που κατάφερες είναι να φας τα μούτρα σου; Άσε εμένα να σε διαφωτίσω: ΠΟΤΕ. Για αυτό, βάλε στόχο και κάνε τον πραγματικότητα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι η κούρσα θα κρατήσει μέρες, μήνες, χρόνια. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα έχεις στον ήλιο μοίρα και θα είσαι ο περίγελος του κύκλου σου. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα θυσιάσεις πράγματα, καταστάσεις και πρόσωπα, που ποτέ δεν σε εκτίμησαν και δεν υπολόγισαν σε σένα (γιατί αν το έκαναν, τότε θα καταλάβουν και θα σε στηρίξουν με κάθε τρόπο). Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πας στο Μπαλί να γίνεις ψαράς.
Πιθανό κίνητρο:
Ο τίτλος μπορεί να μην είναι κίνητρο, αλλά μπορεί να είναι λεζάντα στο όνειρό σου. Σαν αυτές που βλέπουμε στην Πειραιώς, στην Εθνική Αθηνών-Λαμίας, στους κακόφημους δρόμους προς το Γκραν Κάνυον, στις πλημμυρισμένες γειτονιές της Νέας Ορλεάνης, στα σαφάρι της Ωκεανίας, ακριβώς έξω από το τείχος του Βερολίνου. Μπορεί να μην το έχεις υπολογίσει στα μαθηματικά σου, αλλά αν το καλοσκεφτείς, το επιδιώκεις κρυφά. Είτε θες να γίνεις βασίλισσα ομορφιάς είτε επίκουρος καθηγητής σε Πανεπιστήμιο, ο τίτλος είναι σχεδόν αυτοσκοπός στην πραγματικότητα που έχεις μεγαλώσει. Και δεν σε αδικώ. Και ο δικός μου τοίχος στο πατρικό μου είναι γεμάτος από πτυχία. Αλλά δεν θα ήταν πιο fun να είχες κι έναν που θα έγραφε: “Ψαράς στο Μπαλί”;
Πιθανή πραγμάτωση:
Υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι ποτέ δεν ολοκληρώνεσαι αν αφήνεις πάντα κάτι μισοτελειωμένο. Υπάρχει μια πληγή που σε ξύνει και την ξύνεις μέχρι να βγάλει αίμα, μέχρι να μαζευτούν τα λευκά αιμοσφαίρια να την επουλώσουν, να βγουν τα νεκρά κύτταρα μπροστά για να κλέψουν την παράσταση και τελικά το δέρμα να επανέλθει στα φυσιολογικά του. Τι ωραία που θα ήταν όμως αν αυτή η πληγή έκλεινε τελείως και δεν σε ενοχλούσε ποτέ ξανά! Γιατί, ειλικρινά, ποιος απολαμβάνει τη μια απονεύρωση μετά την άλλη, ως μπάλωμα για μια αναγκαία εξαγωγή; Κάνε την επιτέλους και άσε τις φλωριές. Ένα δόντι που είναι να βγει, ας βγει. Και κάποιος που είναι να γίνει ψαράς, ας γίνει ψαράς. Ψαράς στο Μπαλί.
Πιθανή σφαλιάρα:
Ο Χριστός είπε: “Όταν τρως καμιά ξεγυρισμένη, γύρνα και το άλλα μάγουλο, για να δείξεις ότι δεν σου καίγεται καρφί”… true story. Αν λοιπόν η κατάσταση ξεφύγει μέσα στη νέα χρονιά (λες και μέχρι τώρα τηρούσες το πρόγραμμα), γύρνα και το άλλο μάγουλο, φάε όσα χαστούκια έχει πλέξει το κάρμα για το εγκώμιό σου και… χαμογέλα! Κι αν έχεις δυσκολίες στο χαμόγελο, πιες μερικές μπύρες παραπάνω και βάλε νέο στόχο. Σε εμένα πιάνει. Όχι ο στόχος, το χαμόγελο. Πιες και πάρε με τηλέφωνο να κλείσουμε μαζί τα εισιτήρια για το Μπαλί.
Πιθανή επαναφορά:
Η γενιά του Πρόζακ δεν είναι η δικιά μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε μάθει να κάνουμε καταχρήσεις και να επανερχόμαστε στη νηφαλιότητα. Άλλωστε, η δική μας η γενιά, όπως έχω ξαναπεί, είναι η τρισκατάρατη από τις μάγισσες του αμερικάνικου νότου γενιά, που δεν αφήνεται να ηρεμήσει ούτε για μια νότα ευδαιμονίας. Κι όμως! Το 2012 επαναπροσδιορίζει τους στόχους για τον καθένα από εμάς, ό, τι κι αν σημαίνει αυτό. Για μένα βέβαια μεταφράζεται μόνο σε έναν στόχο: Να πάω στο Μπαλί να γίνω ψαράς.
Ευσεβής πόθος:
Όλοι εσείς οι αφελείς πιστοί που έχετε μαρκίζα της ζωής σας το κλισέ του Κοέλο για τις συνομωσίες του σύμπαντος, μαζωχτείτε. Υπάρχει χώρος για όλους στο Μπαλί. Και ψάρια. Πολλά ψάρια.
Ευχή:
Γίνε ψαράς στο Μπαλί. Ή Μπαλινέζος στα Ψαρρά. Μετράει. Και να μην ξεχάσω… Καλή Χρονιά σε όλους.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Είναι χώρα αυτή, για να σεβαστεί το ντεκαπάζ;


Όλα ξεκίνησαν με την υπόσχεση πως δεν θα βάλω τα κλάματα. Σχεδόν το κατάφερα.

Κατά τη διάρκεια ενός road trip μπορείς να περάσεις από πολλά στάδια. Καφέδες και άφθονο κους-κους με καλούς φίλους. Αμήχανες φωτογραφίες από αμήχανες μηχανές που κουνιούνται στο πρώτο stop. Ιδρώτα στα πρώτα πέντε δεύτερα ακινησίας του αυτοκινήτου. Νεύρα κατά τη διάρκεια που η ουρήθρα έχει γεμίσει τα 200-300 ml που χρειάζονται για να αρχίσει να σε ενοχλεί παράφορα. Μουσικές που σου θυμίζουν τα παιδικά σου χρόνια και συγκινείσαι, παρόλο που ποτέ δεν θα τις έβαζες σπίτι στη διαπασών. Μπύρες που παίρνει πρέφα ο οδηγός και ζηλεύει, αλλά η ασφάλεια προηγείται, ενώ εσένα δεν σε νοιάζει και τις πίνεις ακατάπαυστα. Κουβέντες για πρώην, νυν και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. Σχέδια για το τι θα κάνεις εκεί που θες να πας κι οι Θεοί να γελούν πονηρά, μιας κι έχουν βάλει σκοπό να σου χαλάσουν τα σχέδια μεγαλόπρεπα, ενώ εσύ τελικά επιμένεις και τους προσπερνάς, γιατί μπορείς. Και να φανταστείς ότι η αναφορά μου έγκειται σε μερικά μόνο από τα στάδια.

Όταν έχεις έναν στόχο, δεν μπορείς να μένεις στα ημίμετρα. Η ποίηση ήταν πάντα αποτέλεσμα πόνου, οπότε το γνωστό «το ταξίδι έχει σημασία, όχι ο προορισμός» μάλλον θέλει ένα σχετικό update, μπας και μπορέσουμε να πάρουμε καμιά ανάσα. Έστω κι αν αυτό έχει να κάνει με κάτι εφήμερο, επίκαιρο, επιφανειακό και διόλου πρωτοφανές – ένα ταξίδι, του οποίου ο προορισμός δεν έχει σημασία, μιας και θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε πάνω στον χάρτη. Φτάνοντας λοιπόν, κατάλαβα τη σημασία να φτάνεις κάπου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για σένα την εκάστοτε στιγμή της ζωής σου. Κι όταν το είδα, υποσχέθηκα πως δεν θα βάλω τα κλάματα. Και σχεδόν τα κατάφερα.

Η σημασία του να αξιοποιείς αυτά που αγαπάς και κουβαλάς μέσα στα χρόνια για να μπορέσεις να ζήσεις, είναι οφθαλμοφανής και ποτέ στο πρώτο πλάνο του μυαλού. Αυτό μπορεί να είναι ένα τραγούδι της Alanis Morissette. Ένας στίχος για μια «ελευθερία που στην ουσία είναι το να μην έχεις να χάσεις τίποτα», τον οποίο έγραφες στο θρανίο στο σχολείο σου, τη στιγμή που η καθηγήτρια οικονομίας ζωγράφιζε άτεχνα την καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων. Η πρώτη φορά που ένιωσες πεταλούδες στο στομάχι σου και μαζί τους έδεναν στα γαστρικά υγρά κι οι ενοχές, σαν να έπρεπε να κρυφτείς από τον κόσμο. Οι φίλοι που έχουν περάσει από τη ζωή σου και οι άνθρωποι που σε έχουν προδώσει, σαν τις γάτες που τη μια μέρα σου χέζουν το μπαλκόνι και την άλλη σουλατσάρουν αμέριμνες και ανεξάρτητες, όπως στις ιστορίες του Μπουλγκάκοφ για τον διάολο και τα δεινά του. Οι γονείς, στους οποίους δεν είσαι απόλυτα ειλικρινής και ο αδερφός, στον οποίο είσαι ειλικρινής, αλλά δεν θες να τον ζαλίζεις, γιατί έχει κι αυτός τα δικά του. Και τα παίρνεις όλα χαμπάρι, όταν είσαι κάπου ξένος. Τότε είναι που καταλαβαίνεις τη σημασία του να είσαι ένας από τους θεούς των μικρών πραγμάτων και να μπορείς να παίζεις με τις μνήμες, τις γνώσεις, τα συναισθήματα, τις εικόνες και την κληρονομιά που κουβαλάς και είναι μακρύτερη από το γενεαλογικό δέντρο των υψών της Έμιλυ Μπροντέ. Όταν βρέθηκα λοιπόν εκεί που δεν με ήξερε κανείς, ήρθαν όλα αυτά στο μυαλό μου και το σακάτικο μυαλό μου δεν τα χώρεσε. Υποσχέθηκα πως δεν θα βάλω τα κλάματα. Και σχεδόν τα κατάφερα.

Τις μέρες που βρέθηκα εκεί που δεν με ήξερε κανείς, προσπάθησα να είμαι αυτός που εκεί που με ξέρουν όλοι δεν είμαι. Το φχαριστήθηκα με τον φόβο αυτού που βρίσκεται για πρώτη φορά μέσα στην κουζίνα του αρώματος του ονείρου του Ρόμπινς και βλέπει παντζάρια να πετάγονται από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη, ενώ με την ώρα εξοικειώνεται. Έτσι, όταν πάει να διαβάσει για ένα παιδάκι που μαθαίνει να πίνει και να φτιάχνει από μικρό μπύρα, όλα του φαίνονται γνώριμα και δικά του. Όντας ξένος, προσπάθησα να φτάσω εκεί κατευθείαν. Δεν τα κατάφερα και έσκαγα από επιπολαιότητα. Για αυτό έμεινα πολλές ώρες στον ήλιο, μαύρισα, ήπια πολύ και ξάνθυναν όλες οι τρίχες του σώματός μου. Κάποιοι είπαν ότι είναι τόσο έντονο, που μοιάζει σαν να έχω κάνει ντεκαπάζ. Αλλά αυτό ήταν άστοχο εκ μέρους των συνοδοιπόρων μου. Είναι, άλλωστε, χώρα αυτή για να σεβαστεί το ντεκαπάζ;

Στην πορεία αυτού του προορισμού (γιατί κι ο προορισμός έχει πορεία και διάρκεια, μην ξεγελιέσαι), κατάφερα να μην σκάω από επιπολαιότητα, δέχτηκα την ντεμέκ ντεκαπάζ, έκανα καινούργιους φίλους, ήπια διάφορα πράγματα και προσπάθησα με κόπο να κρύψω τις φορές που έπρεπε να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να γυρίσω έντεχνα μπρούμυτα, ώστε να κρύψω τη στύση μου. Στύση, που άλλες φορές αποδείχτηκε καρμική, άλλες καταστροφική κι άλλες, απλώς, αναπόφευκτη. Ευτυχώς, υπήρχαν οι στιγμές που η ουρήθρα γέμιζε με τα 200-300 ml και η προτεραιότητά σου ήταν άλλη. Και μη σκας, στη θάλασσα κυριαρχεί ο νόμος της άπειρης αραίωσης και δεν παθαίνει κανείς τίποτα, το έμαθα εκεί από ειδήμονα. Κάτι τέτοιες στιγμές, δεν υπήρχε λόγος για να υποσχεθώ στον εαυτό μου να μη βάλω τα κλάματα, καταλαβαίνεις.

Προς το τέλος κι ενώ ξέραμε πως οι μέρες της αφθονίας μας ήταν μετρημένες, κατάφερα να κάνω τον καινούργιο μου εαυτό να ντραπεί απέναντί μου. Είναι τις φορές που ξέρεις πως ο καρπός είναι απαγορευμένος, αλλά θες να τον δαγκώσεις με λύσσα, με αποτέλεσμα να σε χτυπάνε οι τύψεις τόσο δυνατά, που το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να γυρίσεις πλευρό, να πιεις λίγο νερό, να φας ένα αχλάδι, για να αποσπάσεις την προσοχή σου και να αφήσεις τα απαγορευμένα για άλλη μέρα. Ίσως και για άλλο προορισμό. Ίσως και για εκεί που υποτίθεται ότι σε ξέρουν όλοι. Αυτή τη φορά, πολύ συγκεκριμένα, όπως θα έλεγε κι ο φίλος μου ο Μπόμπι, ένιωσα την ανάγκη περισσότερο από ποτέ να μη βάλω τα κλάματα. Και σχεδόν τα κατάφερα.

Αφήνοντας πίσω μου έναν εαυτό που αγάπησα περισσότερο από ποτέ, έφτασα να βιώνω ξανά όλα τα στάδια της αρχικής διαδρομής, ένα προς ένα. Τις κουβέντες, τις φωτογραφίες, τον ιδρώτα, τα νεύρα. Έκανα προσπάθεια να βρεθώ πάλι στη θέση που ήμουν, μπας και καταφέρω να ισορροπήσω την κατάσταση, αλλά τζίφος. Ήταν η στιγμή που επιβεβαιώνει τη σύνταξη του αρχικού μου μότο και πιο συγκεκριμένα αυτό το «σχεδόν». Αφού λοιπόν δεν κατάφερα να κρατήσω την υπόσχεση που έκανα από την αρχή, γιατί ένα «σχεδόν» μου έκανε τσαλίμια, κάνω τώρα υπόσχεση πως πρέπει αμιγώς να καταφέρω να βρω αυτό που άφησα εκεί πίσω όταν έφυγα. Και τότε είναι σίγουρο πως κανένας στόχος δεν θα είναι ημίμετρο, καμία ανάμνηση δεν θα μένει πίσω, κανένα παντζάρι δεν θα με τρομάζει, καμία στύση δεν θα με γυρίζει μπρούμυτα και κανένας καρπός δεν θα είναι απαγορευμένος και απρόσιτος, σαν μια καταδικασμένη ντεκαπάζ στο κέντρο της Αθήνας.

Όλα ξεκίνησαν με την υπόσχεση πως δεν θα βάλω τα κλάματα. Σχεδόν το κατάφερα.

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

27 και κάτι.


Πέρασα τα 27 σε μια άλλη ζωή, αλλά δεν κατάφερα να τα ξεπεράσω. Τελικά, το ρητό του Bobby με επηρέασε πολύ («Γιατί δεν πίνεις όλο το μπέρμπον σου Janis; Άλλα παιδάκια δεν έχουν να πιουν τίποτα»). Και το ακολούθησα πιστά σε όλο μου το βιος. Αυτό βέβαια μου στοίχισε πολλά πράγματα, όπως βόλτες στο δέλτα του Μισσισσιππή, μασκαρέματα στο Mardi Gras, σφηνάκια που τα προόριζαν για μένα, τραγούδια που έγραφαν για την αφεντιά μου και τελικά τα είπαν άλλοι, φίλους που μπορεί και να είχα κάνει, θεούς που μπορεί και να είχα προσκυνήσει. Δεν μετανιώνω για τίποτα.

Σε όλα αυτά είχα παρέα. Πολύς κόσμος έφυγε νωρίς και κοντά σε μένα κατάφερε να έχει τις ίδιες σκέψεις αργότερα. Καθώς τα έπινα κάπου μεταξύ Παραδείσου και κολάσεως (είναι πιο ενδιαφέρον το ενδιάμεσο, παραδέξου το), κάνα μήνα αφού ξεψύχησα, με μια σολ που παραλίγο να γίνει σολ δίεση, αλλά δεν είχα δυνάμεις για να φτάσω εκεί, εμφανίστηκε ομπρός μου ο φίλος μου ο Jimi. Τα έχασα και χαμογέλασα, σαν να το φχαριστιόμουν που άφησε τα επίγεια. Μην με κατηγορήσετε, αλλά χάρηκα λίγο, είναι αλήθεια. Είχα βαρεθεί μονάχος στα ψηλά πατώματα και ήθελα λίγη συντροφιά.

Με τον Jimi περάσαμε ωραίες στιγμές μαζί. Και πριν και μετά. Κι οι Θεοί που πιστεύετε, όλοι μαζεμένοι, μας είχαν στα όπα-όπα. Τους τραγουδούσαμε και μας κερνούσαν κοκτέιλ αμβροσίας με μπέρμπον από σκόνη σύγνεφου, μας τάιζαν λόγια και βότανα που έκαναν τις φωνές μας αγνώριστες και μας έλουζαν με υγρά που άνθρωπος δεν έχει ξαναδεί. Αν το ήξερα, μπορεί να επιδίωκα να φύγω νωρίτερα κιόλα.

Δεν προλάβαμε να βαρεθούμε και τσουπ, σκάει μύτη κι ο Jim. Λίγο βαριεστημένος και ποζεράς, αλλά αγάπα τους φίλους σου με τα ελαττώματά τους. Ε, αυτό κάναμε κι εμείς. Τον υποδεχτήκαμε με χαρά και τον βάλαμε στο ουράνιο ensemble που είχαμε κάνει, αλλά όχι πρώτη φωνή, τον αφήσαμε να ψηθεί λίγο. Άλλωστε, κι οι Θεοί ήταν λίγο προκατειλημμένοι μαζί του, μιας και δεν ήξεραν τι κουμάς ήταν. Εμείς τον είχαμε ζήσει και στα ισόγεια και είχαμε πιει μερικές μπύρες μαζί, οπότε ξέραμε ότι θα κολλήσει με το team. Εκείνος βέβαια νόμιζε ότι τον σνομπάραμε και ότι εγώ του κρατούσα ακόμα κακία από τότε που του είχα σπάσει την μποτίλια στο κεφάλι, αλλά μετά κατάλαβε την τακτική των ουρανών και ηρέμησε. Ευτυχώς, τα βρήκαμε σύντομα και οργανώσαμε και τις φωνές. Για να μην κουραζόμαστε, κάναμε βάρδιες. Ένας είχε ρεπό, ένας πρώτη φωνή κι ένας δεύτερη. Και όλοι ήταν ευχαριστημένοι – Θεοί κι άνθρωποι.

Τότε όμως ήταν μόνο 1971 και πέρναγαν τα χρόνια κι οι δεκαετίες και θέλαμε ανανέωση και παρέα. Κανείς όμως δεν μας σκεφτόταν. Τα είχαμε παρατήσει και με το τραγούδι, μιας και οι Θεοί μας βαρέθηκαν και το έσκαγαν για κάνα επίγειο νταλαβέρι πού και πού. Ήταν τότε που το είχαμε ρίξει στην υγιεινή διατροφή και λέγαμε ότι τελειώσανε τα ψωμιά μας και ότι δεν έχουμε άλλα περιθώρια για ρέκλα, αλκοόλ και τραγούδι. Ήταν τότε που μας είχε πιάσει κατάθλιψη, κι εμάς και τους Θεούς.

Ήταν το 1994, λοιπόν, που άνοιξε την πόρτα ένας ξανθός μορφονιός με βαρύτονη φωνή από γρέζι και μουρμουρούσε τα δικά του. Εγώ, κρυφά και χωρίς να το καταλάβω, τον ψιλοερωτεύτηκα. Άλλωστε, είχα καιρό να δω καινούργιο κόσμο στην καλλιτεχνική ομάδα του σιναφιού μας και μου φάνηκε δικός μας. Τον λέγανε Kurt και μας έριξε την ψυχολογία με αυτά που τραγουδούσε. Για έναν περίεργο λόγο όμως, κατάφερε να κάνει τράκα από την ψυχολογία των Θεών και να τους φέρει πάλι στα δικά μας τα μέρη, μιας κι αυτοί είχαν βαρεθεί τόσες δεκαετίες να κατεβαίνουν κάθε λίγο και λιγάκι στις αλάνες για τα διάφορα φεστιβάλ. Άσε που η μουσική είχε αλλάξει και δεν τους άρεσε, ενώ οι περισσότερες πύλες ανάμεσα σε Γη και Ουρανό είχαν κλείσει, όπως και οι καρδιές των ανθρώπων.

Καταστρώσαμε σχέδιο οι παλιότεροι και βάλαμε τον Kurt να μουρμουράει τα δικά του και να προσελκύει τους άλλους, τους μεγάλους. Εμείς μπαίναμε σφήνα και λέγαμε κάνα δικό μας, ενώ στα μεγάλα ντέρτια κάναμε και καμιά διασκευή από αυτά που άκουγαν όταν κατέβαιναν κάτω. Για τους Θεούς, όχι για εμάς, μη φανταστείς. Ευτυχώς που κι ο Kurt αποδείχτηκε δικό μας παιδί, μπήκε γρήγορα στο κλίμα και σιγά-σιγά κατάφερε να έχει και δικό του κοινό. Όχι μεγαλύτερο από το δικό μου φυσικά. Κανείς δεν το κατάφερε αυτό. Ένας είναι ο Janis.

Και πάλι ρε παιδί μου όμως, πέρασαν πολλά χρόνια και βαρεθήκανε οι Θεοί. Εμείς πάλι όχι, γιατί όσο μεγαλώναμε εκεί πάνω, τόσο ξεμωραίναμε. Δεν μπορούσαμε όμως να τους βλέπουμε να μας αφήνουν για τους γήινους, να κάνουν παρέα μαζί τους, να τους δίνουν εξουσία, να τους γράφουν τραγούδια και να ζουν στα σπίτια τους. Το πράγμα είχε προχωρήσει πολύ. Την τρομακτική ιδέα λοιπόν την είχε ο Kurt, αυτό του το αναγνωρίζω.

Ήταν ξημερώματα της 23ης Ιουλίου και είπαμε να ζητήσουμε άδεια από τους Θεούς για να κατέβουμε για μία φορά στη Γη, να δούμε τι γίνεται εκεί κάτω. Ξεκινήσαμε και φτάσαμε λίγο πριν να ανατείλει ο ήλιος. Φτάσαμε στο Λονδίνο, προχωρήσαμε προς την Camden Square, σταθήκαμε στο δέντρο απέναντι από μια υπέροχη έπαυλη, προσπαθώντας να αποσπάσουμε ήχους και κινήσεις. Η τύπισσα ήταν 27 και κάτι, ακριβώς αυτό που ψάχναμε, με αιθέρια φωνή, ψυχή ταλαντευόμενη ανάμεσα στο θνητό και το μακάβριο, σώμα από εύπλαστο πηλό και βλέμμα γεμάτο πόνο.

Περιμέναμε να δούμε ακριβώς σε ποιο δωμάτιο κοιμόταν. Όταν το ανακαλύψαμε, τρέξαμε προς αυτήν και προσπαθήσαμε να την πάρουμε μαζί μας. Ήταν πολύ δυνατή όμως και φώναζε με λυγμούς. Ευτυχώς, είχαμε φροντίσει να μην ακούγεται τίποτα. Όταν την αναγκάσαμε να ηρεμήσει με λίγα χαστούκια και μερικά σφηνάκια, της εξηγήσαμε την κατάσταση από το 1970 μέχρι και το 2011. Φάνηκε να συγκινείται. Σε κάποιο σημείο μάλιστα άρχισε να μουρμουράει ασυνάρτητα μερικές νότες και να μας απευθύνει το τραγούδι. Εμείς δεν ξέραμε γρι από αυτά που έλεγε, οπότε ήμασταν ανακόλουθοι, αλλά ήταν τόσο μεθυσμένη και φτιαγμένη με το πέρασμα της ώρας, που δεν πήρε πρέφα τίποτα.

Γύρω στο μεσημέρι, όντας κουρασμένοι, κάναμε μια τελευταία έκκληση για συμπαράσταση και της είπαμε ότι πρέπει να γυρίσουμε πίσω επειγόντως, γιατί οι Θεοί θα θυμώσουν. Άσε που είχαμε και παράσταση και θα τραγουδούσα πρώτη φωνή. Καλά την είχαν οι άλλοι τρεις, με το ρεπό του ο Kurt και δεύτερες φωνές οι άλλοι δύο. Τέλος πάντων, λεπτομέρειες… ήταν τότε, στις δικές μου σκέψεις, που η Amy σηκώθηκε, ήπιε μια τελευταία γουλιά, σνίφαρε και αναφώνησε: «Πάρτε με μαζί σας, κουράστηκα εδώ με τους ανθρώπους, θέλω να τραγουδάω και να κάνω φίλους, τίποτα άλλο». Την αρπάξαμε, μπήκαμε στην πρώτη πύλη που άνοιξε γύρω στις τρεις και κάτι το μεσημέρι και ήρθαμε πάνω.

Είναι τόσο καλό παιδί και τόσο χαρισματικό, που με το που φτάσαμε, πήρε την κιθάρα της, μας ζήτησε να κάτσουμε κάτω και να ξεκουραστούμε, ζήτησε από τους Θεούς συγνώμη για την αλλαγή του προγράμματος και ξεκίνησε να παίζει μερικά ακόρντα. Ήταν η πρώτη φορά που δάκρυσα μετά από δεκαετίες. Και σπανίως δακρύζω με φωνές άλλων. Και παρόλο που εμείς την πήραμε από τους θνητούς με το έτσι θέλω, δεν μετανιώνω για τίποτα. Άλλωστε, είμαστε μόλις πέντε, εσείς εκεί κάτω έχετε τόσο κόσμο να στηριχτείτε και να αγαπήσετε. Ή μήπως όχι;

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Ο παππούς ο Benjamin.


Η απόσταση από ένα μωρό που δεν μιλάει και βγάζει κραυγές μέχρι έναν ηλικιωμένο που επίσης δεν μπορεί να μιλήσει και βγάζει θορύβους από το στόμα του είναι μηδαμινή και τεράστια. Τεράστια στην ουσία, μηδαμινή στην πεμπτουσία. Και όταν τα ζεις ταυτόχρονα, μπαίνεις ασυναίσθητα στη διαδικασία να ανεβοκατέβεις δεκαετίες που συνθέτουν γεωμετρικά έναν δύσκολο αιώνα, παίρνοντας τα καλύτερα από τους κόσμους της ίδιας κλωστής. Δύο ζωές με την ίδια βιτρίνα, αλλά τόσο διαφορετικό περιεχόμενο. Δύο πλάσματα του ίδιου Θεού - κατώτερου ή ανώτερου, δεν έχει σημασία, μη σκας – που παιδεύονται να μάθουν ή να ξεχάσουν, ανάλογα με την άκρη της κλωστής. Κι ενώ εσύ έχεις ματώσει το ακαμάτικο το μυαλό σου να βγάλει μια άκρη για το γαμημένο το μυστήριο της ζωής, η κλωστή ταλαντεύεται μοναχή της σαν βάρκα απλωμένη στο κάβο ντόρο και κάνει τα δικά της παιχνίδια, αυτά που ούτε θα μπορέσεις να πάρεις ποτέ χαμπάρι στα πλαίσια της προσπάθειάς σου να βγάλεις λεφτά, να πάρεις νέο αυτοκίνητο, να γεμίσεις το κρεβάτι σου με φιλοξενούμενους και να γίνεις διάσημος.

Λίγη ώρα αργότερα, ένας κινηματογραφικός ήρωας ‘έφευγε’ λίγο πιο εφετζίδικα από την πραγματικότητα. Ο Benjamin έγινε παιδί με ακμή, έγινε μωρό που δεν μιλούσε, έγινε θύμα του βιολογικού κύκλου μέσα σε σχεδόν τρεις ώρες. Και το λειτουργώ-μόνο-ένα-10%-του-συνόλου-μου μυαλό μου υπαγόρευε θεωρίες συνομωσίας περί σημαδιών και οιωνών για το υπόλοιπο της νύχτας. Και πήρε μονάχα λίγα λεπτά για την επιβεβαίωση, μέχρι δηλαδή που χτύπησε το τηλέφωνο και δήλωσε πως ενώ η μία πλευρά της κλωστής ψιθύριζε τις πρώτες της λέξεις, η άλλη κατάφερα να ξεχάσει μια για πάντα.

Είναι η στιγμή που οι συμπτώσεις δίνουν και παίρνουν. Είναι η στιγμή που θαρρείς πως οι θεωρίες περί προηγούμενης και επόμενης ζωής μπορεί να μην είναι και φάρσα τελικά. Είναι η στιγμή που μερικές μάγισσες από τη Νέα Ορλεάνη σηκώνονται καταμεσής του ύπνου τους, περπατάνε με τα μάτια κλειστά και συναντιούνται πίσω από κάποιο παραμελημένο καπηλειό, ψέλνοντας για να εξαγνιστεί το κακό κι η αμαρτία από τον κόσμο, μιας και η ζωή με τον θάνατο ελάχιστον απέχουν. Κι όταν φτάνουμε σε ένα από τα δύο κι εμείς, είμαστε πολύ κοντά και στο άλλο και δεν το παίρνουμε χαμπάρι, κοιμόμαστε όρθιοι, όπως κάνουν κι οι μάγισσες οι άγρυπνες. Μόνο που αυτές έχουν τη σοφία για να διακρίνουν τη νοητή κλωστή που τα δένει. Τώρα λοιπόν, εκτός από τη φωνή της Janis, έχω να κουβαλήσω και τη σοφία του μπάρμπα-Νικόλα, έτσι όπως με ειδοποίησαν στον ύπνο μου τα ξωτικά της φίλης μου της Κλοέ. Να δω σε ποιον ή σε ποια θα τα μεταφέρω όταν έρθει και μένα η ώρα μου.

Θέλει κότσια να ζήσεις μια ζωή ευλογημένη και να φύγεις χωρίς να προκαλέσεις κλάματα και οδυρμούς. Θέλει κότσια να μην έχεις κάνει εχθρούς κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, ακόμα κι αν ένας πόλεμος σε χάραξε από τα πρώτα ‘άντα’ και μετά. Θέλει κότσια να έχεις δεχτεί και να έχεις δώσει τόση αγάπη, που να παραδεχτείς ενώπιον ανθρώπων και Θεού ότι δεν θες άλλη. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο μάθημα. Μπορεί να θες να εξοργιστείς. Μπορεί να θες να καταδικάσεις. Να βρίσεις, να ασεβήσεις, να φερθείς με αχαριστία στα θεία, μιας κι αυτό έχεις μάθει να κάνεις μια ολόκληρη ζωή, έτσι όπως μεγάλωσες. Όταν φτάσει όμως η ώρα και την καταλάβεις, αφέσου σαν να μην υπάρχει αύριο και ‘φύγε’ με ένα μεγάλο κι απλόχερο χαμόγελο.

Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Αθηνόδωρος Πάνκαλος


Η ζωή μου έχει φερθεί απλόχερα και την ευχαριστώ για αυτό. Άλλη μία μέρα τελείωσε αγαπητό μου ημερολόγιο και νιώθω πραγματικά πως κάτι άλλαξα και σήμερα. Δεν ξέρω σε ποιον τομέα, ποτέ δεν το ξέρω, αλλά πάντα έχω αυτή την αίσθηση και μάλλον καλά κάνω, μιας και μου το επιβεβαιώνουν και οι συνεργάτες μου. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό, να παίρνεις την έγκριση από τους ανθρώπους που δουλεύεις μαζί και σέβεσαι και εκτιμάς.

Το πρωί δεν χρειάστηκε να πάω στο γραφείο. Πέρασα από το καφέ που συχνάζω, χαιρέτησα μερικούς φίλους από τη γειτονιά, με κέρασαν καφέ, με κόσμησαν με στολίδια και κομπλιμέντα, τους έταξα μερικά ρουσφέτια και έφυγα με την καρδιά μου γεμάτη και την τσέπη μου άδεια, μιας και το επάγγελμά μου, μου επιτρέπει να μην κουβαλάω ποτέ λεφτά.

Το μεσημέρι, πέρασα κλεφτά από το γραφείο, χαιρέτησα όσους μπορούσα, μιας και είναι δυο-τρεις εκατοντάδες, υπέγραψα μερικά χαρτιά χωρίς να τα δω, αφού ποτέ δεν χρειάζεται να τσεκάρω τι υπογράφω, δεν με αφορά, και έκανα μερικά τηλέφωνα για να περάσει η ώρα. Αφού βρήκα την ευκαιρία βέβαια, κατάφερα να κλείσω επιτέλους και τα δωμάτια στην Κορσική για τις ανοιξιάτικες διακοπές μου, έχω τρία χρόνια να πάω εκεί και με έχει πειράξει.

Δεν είχα φάει μέχρι τις 4, τόσο σκληρά δουλεύω, οπότε αποφάσισα να πάω για φαγητό στο αγαπημένο μου μαγειρείο στο κέντρο. Χαιρέτησα κι εκεί μερικούς γνωστούς και φίλους, με κεράσανε φαγητό, ο ιδιοκτήτης μου έδωσε μερικά μπουκάλια κρασί από αυτό που φτιάχνει στο χωριό αλλά και φαγητό για το βράδυ. Ευτυχώς, γιατί η γυναίκα είναι στο εξοχικό, η βοηθός έχει πάει σπίτι της και θα έπρεπε να παραγγείλω και άντε να τους εξηγώ ποιος είμαι στο τηλέφωνο για να μην πληρώσω.

Μετά από μου εξουθενωτική μέρα λοιπόν, είμαι σπίτι και νιώθω πως έχω αλλάξει τον κόσμο. Υπέγραψα πράγματα που μάλλον είναι για καλό, όπως μου υπαγόρεψαν οι φίλοι μου οι Γερμανοί, δεν χάλασα λεφτά γιατί μπορώ, βρέθηκα με τους εξίσου σκληρά εργαζόμενους συνεργάτες μου, εξυπηρέτησα μερικά ρουσφέτια για να συνεχίσω να είμαι στο επάγγελμα και απέδειξα για άλλη μια φορά πως είναι ευλογία και λειτούργημα να είσαι πολιτικός σε αυτόν τον ιστορικό τόπο.

Σε ευχαριστώ Ελλάδα…
Σε ευχαριστώ ελληνικέ λαέ…

Αθηνόδωρος Πάνκαλος

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Ζήσε Μάη μου, να φας bullets.


Όταν έχεις φτάσει στην ουρά του Μάη και , ως αποτέλεσμα, στο κατακάθι της σεζόν, προσδοκείς από το δίκαιο σύμπαν να αποζημιώσει τους κόπους σου και τα bullets στο πρόγραμμα που είχες βάλει να ακολουθήσεις κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρόνιας, τέτοια περίοδο πέρυσι. Αυτό που δεν έχεις υπολογίσει όμως μέσα στα bullets είναι ότι το δίκαιο σύμπαν λειτουργεί τόσο δίκαια όσο και η πολιτική σου συνείδηση - πάντα σου υπαγορεύει ότι θα ψηφίσεις και θα γίνεις ενεργός ως πολίτης, αλλά σε έχει ήδη φάει η καλοπέραση, η οποία μόλις τώρα ορίζω πως περνάει γονιδιακά από τη μία γενιά στην άλλη στα πλαίσια της Ελληνικής-και-καλά-(μοιρο)Δημοκρατίας. Με το σύμπαν λοιπόν να συνωμοτεί με την κυβέρνηση για τη δίκαιη διεξαγωγή της ζωής σου, μάλλον έχεις το παιχνίδι και τα bullets χαμένα από χέρι.

Αποφασίζεις, εύλογα ή όχι, πως το πρόγραμμα που θα φτιάξεις για τη νέα σεζόν θα απαρτίζεται από στόχους και λύσεις που θα σέβονται τον εν λόγω συνασπισμό. Υπολογίζεις τις συνθήκες, τους όρους σύμφωνα με τους οποίους θα προβείς σε ενέργειες, την υλοποίηση αυτών, τις συνέπειες, αλλά και το κόστος μιας πιθανής αποτυχίας. Κάνεις τη σούμα και βγάζεις το συμπέρασμα πως ούτε αυτό είναι αρκετό. Γιατί μια πεταλούδα θα πετάξει στο Τόκιο τον ερχόμενο Σεπτέμβριο και αυτό θα προκαλέσει τυφώνα στο Los Angeles, που εσύ υπολογίζεις να πας για διακοπές μαζί με το άλλο σου μισό. Και τότε διαπιστώνεις ότι πάντα στα σχέδια σου θα πρέπει να υπολογίζεις και την ειρωνεία της φύσης, η οποία μετά από τόση κατάχρηση το διασκεδάζει, επιστρέφοντας τα πυρά. Με λίγα λόγια: Τζίφος και πάλι.

Αφού μέσα σε όλο αυτό βάζεις σφήνα και τα καπρίτσια του καιρού, πας να ολοκληρώσεις το πρόγραμμά σου για την επόμενη σεζόν, η οποία σε θέλει υπάκουο σκυλί της τροφαντής σου συνείδησης και άξιο διάδοχο της οικογενειακής περιουσίας. Μόνο που εσύ δεν είσαι μέσα στην άτυχη γενιά των 700 ευρώ. Εσύ ανήκεις στην τρισκατάρατη-από-τις-μονόφθαλμες-μάγισσες-της-Νέας-Ορλεάνης γενιά των 600 και κάτι ευρώ, η οποία έχει ως μοναδικά της δικαιώματα τα εξής:

• Να πατάει χρόνιο pause στα όνειρα.
• Να κάνει οικονομίες από την τρύπα στο νερό, που έχει κληθεί να δημιουργήσει.
• Να κάνει πλήρες οκτάωρο στο να ψάχνει για δουλειά, χωρίς κανείς να της κολλάει ένσημα.
• Να έρχεται πρώτη στην πυραμίδα της οργής, μιας και δεν έχει τίποτα καλύτερο και φθηνότερο να κάνει.
• Να σβήνει ένα-ένα τα bullets που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει.

Το τελευταίο από μόνο του αναιρεί τα πάντα. Και αυτό σε οδηγεί στη προφανή λύση: Να φας μια πιθανή περιουσία σα να προοριζόταν από την αρχή για μηνιαίο μισθό.

Αφού έχεις μελετήσει μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια για το πρόγραμμα και τους στόχους της νέας σεζόν, το ποστάρεις στο ψυγείο σου, στο desktop, στην ντουλάπα, στο γραφείο της δουλειάς (?), στη λεκάνη της τουαλέτας, αλλά και στο μαξιλάρι, μπας και γίνει με τον καιρό το πρώτο πράγμα που θα βλέπεις όταν ξυπνάς και το τελευταίο πριν πας για ύπνο. Το διαβάζεις, το μαθαίνεις απόξω κι ανακατωτά, το μουρμουρίζεις στον ύπνο σου, το τραγουδάς στον ξύπνιο σου, το μυρίζεις στον καλοκαιρινό σου ιδρώτα, το φαντάζεσαι όταν έχεις οργασμό, το ξερνάς με τον εμετό σου όταν μεθάς, το κάνεις γαργάρα όταν πλένεις τα δόντια σου, μέχρι που φτάνει ο Μάης του 2012. Τότε διαπιστώνεις πως όλοι οι παράγοντες που συντέλεσαν στο πολυπόθητο πρόγραμμά σου είναι και αυτοί που τελικά το απολαμβάνουν, ενώ εσύ βασανίζεσαι να τους ικανοποιήσεις έναν προς έναν και χωρίς περικοπές.

Τελικά, πόση εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κάποιος σε μια χώρα, που το σύμπαν της γράφει με bullets και ο Μάης της έχει ακόμα βροχοπτώσεις;

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Η Ella, οι ανεμώνες και η σολ.


Μου το ζήτησε πολλάκις αυτές τις μέρες. Μου ζήτησε να την ονειρευτώ. Κι εγώ, σαν ένας άλλος καταραμένος ποιητής μέσα από κύκλο των χαμένων, το έκανα. Την ονειρεύτηκα να αράζει το κορμί της σε μια μεγάλη αιώρα, κρατώντας μια βεντάλια για να διώχνει την υγρασία του Νότου, ενώ γύρω της μαζεύτηκαν ντουζίνες χάλκινα και παίζανε ένα μοτίβο σε σολ. Εκείνη, αρχοντική όπως πάντα και με παρέα γλάστρες με γαρδένιες και ανεμώνες, άνοιξε το στόμα της και όλοι περίμεναν ότι θα τραγουδήσει. Αντί αυτού, εκείνη προτίμησε να πιει δύο γουλιές λεμονάδα για να ξεδιψάσει. Αφού ακούμπησε το ποτήρι στο πλακόστρωτο, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να μουρμουρίζει λόγια διάσπαρτα, καταλήγοντας πάντα στη φράση “Dream a little dream of me”, εκεί, στη σολ, στο “…dream of me”. Και τότε ξύπνησα, γιατί κατάλαβα ότι μέσα στο όνειρό μου, μου ζητούσε να την ονειρευτώ κι εγώ το έκανα και ονειρευόμουν το ίδιο το όνειρο. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Σηκώθηκα, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου, άνοιξα την μπαλκονόπορτα και βγήκα να πάρω λίγο αέρα κοντά στις γλάστρες. Ορκίζομαι πως οι γαρδένιες και οι ανεμώνες ήταν οι ίδιες με αυτές που έκαναν παρέα στη φωνή της Ella, εκεί, στο σολ.

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Ένα αγόρι που το έλεγαν Sue.


Είναι αρχοντικός στην όψη, έως κι άγριος. Κρύβει μιαν αγάπη για τα πάντα όμως, σαν να είναι καλό να μην έχεις έγνοιες και κακές σκέψεις για κανέναν και για τίποτα. Είναι σαν κάτι ήρωες παιδικών κινουμένων σχεδίων, που στο τέλος της ημέρας σώζουν το χωριό από την καταστροφή, κερδίζουν τα λεφτά του θησαυρού, κλέβουν το φτωχό και όμορφο κορίτσι της αρεσκείας τους και πάνε σε ένα ράντζο στη Νεβάδα, για να ζήσουν ευτυχισμένοι μέχρι τα γεράματα. Η βαρύτονη φωνή του στάζει γνησιότητα, όπως των παλιών ρεμπέτηδων, και η φυσαρμόνικά του σηκώνει βαρύ μπέρμπον από τον αμερικάνικο Νότο για να την ακολουθήσεις. Είναι σαν κάτι αγόρια που οι μπαμπάδες τους, τους φωνάζουν “Sue”.

Σπανίως χαμογελούσε.
Σπανίως ρίσκαρε να αλλοιώσει τη φράντζα του.
Σπανίως τσαλακωνόταν και σπανίως θυσίαζε τα ακόρντα του για αθέμιτους σκοπούς.
Πάντα, όμως, έπαιζε με αγάπη.
Johnny, αδερφέ μου, σε ακούω.

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Μετρώντας προβατάκια με τη Bessie Smith.


Μου αρέσει να κουράζομαι να ακούω Bessie Smith. Κουράζομαι κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά. Προσπαθώ να ακούσω προσεκτικά, καθώς οι βρωμιές και οι θόρυβοι με ενοχλούν και με ελκύουν την ίδια στιγμή, αλλά το μόνο που καταφέρνω είναι να με τραβάει στον γκρεμό το δράμα της και οι πρώιμες τεχνικές ηχογράφησης της δεκαετίας του 1920. Γιατί αν το δράμα έγινε τραγούδι κάποια στιγμή στην ιστορία της ζωής, τότε σίγουρα θα ήθελε να ακουστεί με τη φωνή της. Και αν οι πρώιμες τεχνικές ηχογράφησης θέλησαν να αφήσουν κληρονομιά μερικές μελωδίες καρδιάς, τότε επέλεξαν εκείνη για αγγελιαφόρο τους. Κι αν η Janis Joplin έμελε να γίνει η μετέπειτα αγαπημένη μου, το οφείλει στη Bessie. Είμαι τόσο νυσταγμένος, αλλά αρνούμαι να σβήσω τη φωνή της από το player, ενώ με τη σειρά του αυτό μου γνέφει με το φάσμα συχνοτήτων να μην το κάνω, σχηματίζοντας με όσα hertz έχει στη διάθεσή του τη λέξη «όχι» κάθε φορά που χασμουριέμαι. Θα αρχίσω να μετράω προβατάκια λοιπόν, μπας και σταματήσω να επιθυμώ τα blues της και πέσω για ύπνο.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Περπατώντας με την Adele.


Θέλω μια μέρα να γνωρίσω την Adele. Να πάμε για μπύρες σε ένα bar του Λονδίνου και να τη δω να σιγοψιθυρίζει το “Something’s got a hold on me” της Etta, ξεφυσώντας τον καπνό της και να γουστάρω. Να με κάνει μεταμεσονύχτια τσάρκα στις γειτονιές που έχει περπατήσει και να μου δείξει την επιγραφή από νέον του πρώτου δισκοπωλείου που αγόραζε δίσκους της Aretha. Να μας ξημερώσει η μέρα σε κάποια πλατεία και να τραγουδάμε μαζί το “Chasing pavements” με τα βλέφαρα βαριά, τα γάντια ψευτοκομμένα και τις ανάσες να εκπνέουν παγωνιά. Να της πω “You bloody nailed it” και να μου απαντήσει “That was the beer singing my dear, not me”. Να βγει ο ήλιος αγκαζέ με τον πρώτο πρωινό κόσμο, να πούμε “Καλημέρα, μιλάμε μετά” και να πάμε για ύπνο. Και όχι, δεν ζητάω πολλά.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Είμαι loser baby.


Είμαι ήδη εξαγριωμένος από την Πανσέληνο του Σαββάτου. Πανσέληνος και Σάββατο είναι μεγάλη υπόθεση, κάτι σαν τη Μέρκελ και τον Παπανδρέου στο ίδιο πάνελ ενός κεντρικού δελτίου ειδήσεων – φρίκη. Παρόλα αυτά, προσπαθώ να μη φορτώσω περισσότερο και ξυρίζω τις σκληρές τρίχες που φύτρωσαν τα ξημερώματα της Παρασκευής στους ώμους μου. Και καθώς τις ξεφορτώνομαι στο καλάθι της τουαλέτας μαζί με τα πρώτα υγρά της ημέρας, συνειδητοποιώ το προφανές – τίποτα δεν είναι στο χέρι μου.

Η μυρωδιά του καφέ και του τσιγάρου στο κυλικείο της κλινικής, Δευτέρα πλέον, μου φέρνει στο νου γνώριμες εικόνες από το παρελθόν. Πολλές εικόνες και καμία συγκεκριμένα με μεγάλη συναισθηματική αξία. Ξέρεις τώρα, παρέες, ξυπνήματα άγουρα, τυπικές Κυριακές, μοναξιές, δημιουργίες και άλλα τέτοια. Βέβαια, δεν έχω επιλογή, οπότε υπομένω με το χαμόγελο του Τζόκερ. Παίρνω καφέ, τοστ κι ένα πακέτο χαρτομάντηλα για την αλλεργία μου που έκανε έκτακτη εμφάνιση και περιμένω να γίνει η δουλειά. Οικογενειακή υπόθεση, δεν είναι το θέμα αυτό, η αναμονή είναι το θέμα. Γιατί κατά τη διάρκεια αυτής έρχεται η μεταμόρφωση.

Από τις τρίχες του ξημερώματος της Παρασκευής μέχρι το κυλικείο της Δευτέρας, έχουν μεσολαβήσει δύο μερόνυχτα. Το Σάββατο, η μέρα ήταν αφιερωμένη σε σπίτια φίλων και προσωπική αναζήτηση. Κι εκεί που λες πως από Δευτέρα θα αναθεωρήσεις, σε πιάνει φαγούρα στο λαιμό και καταλαβαίνεις πως παραπύκνωσαν τα μούσια σου κι έχουν γίνει ένα με το στέρνο και το μαλλί, φτάνουν σχεδόν κούτελο. Ένα αβγοειδές, τριχωτό πράγμα με δύο λαδί μπίλιες σε λευκό καμβά και δύο σειρές λευκά ορθογώνια που διψούν για οδοντικό νήμα. Τακτοποιείς τα θέματά σου και οι αναζητήσεις προσπαθούν να βρουν νόημα στην παραζάλη της μεταμόρφωσης. Στο μεταξύ, οι τρίχες στους ώμους αρχίσουν να ξαναβγαίνουν με πείσμα, καθώς ρίχνεις κλεφτές ματιές στην πανσέληνο, που μοιάζει με βραδινό ήλιο και ενδείκνυται για περιπέτειες, όργια, βακχείες και καταχρήσεις. Εσύ απέχεις και σε κάποια cool κοινότητα θα σε αποκαλούσαν “Loser”.

Στο ξύπνημα της Κυριακής είσαι βαρύς. Η αλλεργία σε έχει στραγγίξει, οι τρίχες σε κόβουν, το κεφάλι έχει αρχίσει πάλι να φουντώνει και καθώς ρίχνεις νερό στο πρόσωπό σου, καταλαβαίνεις ότι ο λευκός καμβάς που περιβάλλει τις λαδί μπίλιες έχει γίνει σκοτεινός, σχεδόν πορφυρός, όπως στο μυθιστόρημα της Alice Walker. Πας να ανοίξεις περισσότερο τα βλέφαρα με τα χέρια, αλλά η τριβή έχει χαθεί από το χνούδι, το ίδιο και τα δαχτυλικά αποτυπώματα. Δέχεσαι την αλλαγή σου σαν να την περίμενες από πάντα, από παιδί, από τον πλακούντα. Και μέχρι το βράδυ την έχουν παρατηρήσει και μερικοί φίλοι και σου λένε πως ανησυχούν, πως κάτι σου συμβαίνει, πως μπορεί να βρίσκεσαι στα πρώτα στάδια της κατάθλιψης και να μην το ξέρεις. Πού να καταλάβουν κι αυτοί! Δεν μπορούν να διακρίνουν το κουκούλι της μεταμόρφωσης. Θα έρθει κι η σειρά τους, μακάρι να μπορούσαν να το αποφύγουν.

Το βράδυ της Κυριακής, πέφτεις για ύπνο, τρεμάμενος από ένα τηλέφωνο που επιτάχυνε τη μεταμόρφωση. Και πριν το καταλάβεις, τρίβεις τα δόντια σου και μασάς τη γλώσσα σου με τους κυνόδοντες, που είναι πιο γαμψοί από ποτέ. Όσο για τη γλώσσα, επουλώνεται στιγμιαία, σαν να μην πληγώθηκε ποτέ. Δύο ποτέ που ποτέ δεν τα περίμενες στα πλαίσια μια τυπικής Κυριακής. Πρέπει κάτι να κάνεις, αλλά προτιμάς να κάνεις το κορόιδο και να δεις πού θα σε βγάλει όλο αυτό. Την ίδια στιγμή που σε παίρνει ο ύπνος, μια συνταγή μαγειρεύεται από μάγισσες των Ορλεανών, της παλιάς και της Νέας, με τη Janis και τον Bobby να είναι πρωταγωνιστές στο δράμα σου και υπαίτιοι για τη μεταμόρφωση. Κι όχι για να σε αλλάξουν, αλλά για να προστατέψουν προσωρινά. Εσύ όμως απέχεις, γιατί τους έχεις πλάσει με τη φαντασία σου και θαρρείς πως δεν υπάρχουν, παρά μόνο στα γραφτά σου. Σε κάποια cool κοινότητα θα σε αποκαλούσαν “Φαντασιόπληκτο”.

Το πρωί της Δευτέρας και λίγα λεπτά πριν από το καθιερωμένο ραντεβού στο γιατρό (είπαμε, οικογενειακή υπόθεση, δεν είναι το θέμα), καταφέρνεις με μεγάλη επιτυχία να ρίξεις στάχτη στα μάτια του μπαμπά και της μαμάς. Οι τρίχες είναι αξυρισιές, ο πορφυρός καμβάς είναι αλλεργία, οι κυνόδοντες θέλουν οδοντίατρο και η κατάθλιψη που διέγνωσαν οι φίλοι είναι νύστα, που θα φύγει με την πρώτη κούπα γαλλικού καφέ με δύο κουταλιές μαύρης ζάχαρης και φρέσκο γάλα (το εβαπορέ σου πέφτει βαρύ, σου φέρνει καούρες και ρέψιμο). Και όλα είναι μέλι-γάλα. Η ίδια η cool κοινότητα θα σε αποκαλούσε “Καπάτσο”.

Η μυρωδιά του καφέ και του τσιγάρου είναι έντονη τόσες ώρες αναμονής στο κυλικείο της κλινικής. Και καθώς ακούω soft-rock, top-40 κομμάτια στο ραδιόφωνο, πίνοντας νοσοκομειακό γαλλικό με λευκή ζάχαρη και εβαπορέ γάλα, ατενίζοντας το γκρίζο που σκεπάζει τις βρώμικες ταράτσες των Δυτικών προαστίων με τους κλασικούς θερμοσίφωνες, καθώς ντουζίνες νεφροπαθών και των συνοδών αυτών κάνουν παρέλαση προς δική μου τέρψη, εξοργίζομαι μπροστά σε όλους και χωρίς να το επιδιώκω, το κουκούλι σκάει. Και μαζί του σκάω κι εγώ. Φανερώνω τον πορφυρό καμβά, τους πιο γαμψούς από ποτέ κυνόδοντες, τα αξύριστα μούσια και κανείς δεν φαίνεται να ασχολείται με τη μεταμόρφωση. Μέχρι κι ο μπαμπάς ομολογεί: “Τελείωσα, πάμε;”. Η γνωστή cool κοινότητα θα σε αποκαλούσε “Προδότη” που έχεις πέσει τόσο χαμηλά.

Η μεταμόρφωση, καλή ή κακή, θεμιτή ή ανεπιθύμητη, έρχεται και για σένα. Πρόσεξε πού και πώς θα σε πετύχει. Και, κυρίως, πρόσεξε να μην σε προσπεράσει και δεν την πάρεις χαμπάρι. Συμβουλή; Κράτα το κουκούλι, θα το χρειαστείς. Εγώ το έπλυνα, το σιδέρωσα και το έχω δίπλα από το μαξιλάρι για να το βάλω με την πρώτη ευκαιρία. Η μεταμόρφωση είναι πάντα προσωρινή κι εξυπηρετεί τις συνθήκες. Όταν θα επανέλθεις, η cool κοινότητα θα σε αποκαλεί πλέον “Ήρωα”. Όχι ότι θα έπρεπε να σε απασχολεί.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Καθείς με το σκουφί του.


Ωραία ήταν που χιόνισε. Ο καθένας είχε να πει τη δικιά του ιστορία, να πετάξει τη δική του χιονόμπαλα και να φορέσει το δικό του εκκεντρικό σκουφάκι για να σερφάρει στα μπαράκια του κέντρου και του απόκεντρου. Ας κοιτάξουμε μερικές από τις ιστορίες:

Είναι η τύπισσα που πήρε τη δουλειά της ζωής της και βάζει τον εαυτό της στην κατηγορία «βιονική γυναίκα», μιας και μέσα στην κρίση είναι προνόμιο να είσαι νικητής. Μαζεύει τους φίλους της, βγαίνει, πίνει, κλάνει από τη χαρά της, αλλά κανείς δεν την παίρνει είδηση μέσα στη φασαρία, χαμουρεύεται με τον σερβιτόρο, φεύγει κατά τις 4 από το μαγαζί και βγαίνει στην πλατεία να πάρει ταξί, καλύπτοντας τον πόντο που της έφυγε από το καλσόν με την faux δερμάτινη Prada. Περνώντας από τα υπόλοιπα μαγαζιά του πεζόδρομου και πατώντας πάνω σε αποτσίγαρα και διαφημιστικά για τηλεφωνικές υπηρεσίες, σκέφτεται: «Ναι ρε πούστη μου, επιτέλους. Σε κάνα δίμηνο θα φύγω από το κωλόσπιτο και θα μείνω μόνη μου, υπάρχει Θεός!». Ρωτώντας τον ταξιτζή αν είναι ελεύθερος, κόβει με την άκρη του ματιού της έναν άστεγο κακομοίρη να λιώνει από το κρύο στην άκρη του δρόμου και σκέφτεται, χωρίς να το καταλάβει: «Πώς θα τη βγάλει τη νύχτα;».

Είναι η κολλητή της τύπισσας, η οποία δεν θέλει να εξομολογηθεί πως δεν περνάει καλά για να μη στενοχωρήσει τη φίλη της. Άσε που είναι πιο άσχημη και τη μισεί κρυφά για αυτό από τη μέρα που της είπε: «Χάρηκα». Πίνει για να πιει, γελάει για να γελάσει και σκέφτεται: «Ωραία είμαι και πάλι. Γιορτάζω την ανεργία μου. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που έφυγα από τη Λάρισα για να έρθω στο κωλόκεντρο». Εκείνη δε φεύγει με τη φίλη της, αλλά μένει με κάνα-δυο που ήθελαν να κατεβάσουν μερικά υποβρύχια ακόμα. Πίνει τον κώλο της, πηδιέται με τον ίδιο σερβιτόρο στις τουαλέτες (γελώντας χαιρέκακα), τον χτυπάει μετά από κάνα μισάωρο γιατί δεν την κέρασε ούτε ένα σφηνάκι, βγαίνει κι αυτή στην πλατεία να πάρει ταξί και ρωτώντας τον ταξιτζή αν είναι ελεύθερος, σκέφτεται: «Θα ξαναπάω στη Λάρισα, να πάει να γαμηθεί». Με την άκρη του ματιού της κόβει τον ίδιο κακομοίρη να λιώνει από το κρύο και σκέφτεται, χωρίς να το καταλάβει: «Τελικά, δεν υπάρχει Θεός».

Είναι ο σερβιτόρος που χαμουρεύτηκε με τις δύο γκόμενες, πήδηξε τη μία και τώρα προσπαθεί να καθαρίσει το μαγαζί για να σχολάσει. Όντας μερικώς νηφάλιος, σκέφτεται: «Νούμερο 97, άλλες τρεις να φτάσω τις εκατό. Ε, μέσα στη βδομάδα ή την άλλη λογικά». Παίρνει το μεροκάματο, βγαίνει από το μαγαζί και πλησιάζει κι αυτός την πλατεία για να πάρει ταξί. Πριν φτάσει, βλέπει τον σακάτη να λιώνει από το κρύο και σκέφτεται, χωρίς να το καταλάβει: «Αν ήσουν πιο κοντά, θα σου έδινα τίποτα, αλλά έτσι όπως είμαι, θα μπω κατευθείαν στο ταξί». Στη διαδρομή αρχίζει να συνειδητοποιεί πως έχει φτάσει 25, το μόνο που κάνει είναι να δουλεύει, να πηδάει και να κοιμάται και πως δεν ανησυχεί για τίποτα, παρά μόνο για να περνάει καλά. Και μέσα στην παραζάλη της ημινηφαλιότητας, σκέφτεται: «Α ρε Θεέ, πόσο cool είσαι!».

Είναι και ο αφανής ήρωας της ιστορίας μας, ο ένας από τους τρεις της ενάτης Μαρτίου, που βλέπει τον κάθε έναν να περνάει για ταξί, για βόλτα, για παράνομη συνουσία στο άλσος του Θησείου, αψηφώντας το κρύο, και σκέφτεται: «Λογικό είναι, ούτε εγώ θα ερχόμουν μέχρι εδώ για να με βοηθήσω». Και καθώς βλέπει το ξημέρωμα να έρχεται, χαμογελάει, χωρίς να μπορεί να σπάσει το δέρμα του από το κρύο για να φανεί, και ψιθυρίζει: «Επιτέλους, θα βγει ο ήλιος, υπάρχει Θεός!». Και τότε είναι που αφήνει τον εαυτό του να αποκοιμηθεί επιτέλους. Χάνοντας την πίστη του στους ανθρώπους, όντας όμως ευγνώμων για τη μυστικιστική παρουσία του Θείου μέσα στο δράμα του. Αυτή η πίστη του τον μελανιάζει από πάνω μέχρι κάτω μέσα σε λίγα λεπτά. Το ίδιο και τους δύο φίλους του λίγο πιο πέρα. Και είχε δίκιο, ο ήλιος όντως βγήκε.

Στ’ αλήθεια, ποια αλήθεια είναι πιο βολική; Αυτή που ζούμε και περνάμε τις μέρες μας ή αυτή που παραβλέπουμε ως αθέμιτη και ασύμφορη; Αν τελικά ο Θεός ήταν ένας από αυτούς τους τρεις νεκρούς, σε τι μπορούμε να πιστεύουμε όσοι πιστεύουμε και σε τι θα μπορούσαμε να πατάμε για τις καταδίκες μας όσοι δεν πιστεύουμε; Δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει Θεός. Με ενδιαφέρει όμως να επιβεβαιώνω την καλή μου πίστη στον άνθρωπο, όπως και να ‘χει. Αυτή βέβαια επιλέγει να με κερατώνει με τον πρώτο αδαή, τεμπέλη, αλαζόνα και εγωκεντρικό που θα βρει μπροστά της. Και αναρωτιέμαι τελικά: «Νομίζεις ότι είσαι μακριά από αυτή την πραγματικότητα;». Αν ναι, ρώτα έναν άστεγο να σου πει σε ποιο μπαράκι τα έπινε πρόπερσι κι εσύ ήσουν απέναντί του, άγνωστος μεταξύ υποψήφιων αστέγων. Και, ίσως, υποψήφιων νεκρών.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Μιάμιση προ μεσημβρίας.


Το να κάθεσαι και να χαζεύεις για πολλή ώρα την ντουλάπα σου με σκοπό να βρεις το κατάλληλο ρούχο που θα σε κολακεύσει περισσότερο από κάποιο άλλο μόνο και μόνο για να πας να κάνεις σεξ, είναι το λιγότερο ταπεινωτικό. Και δεν εννοώ ταπεινωτικό για τον εγωισμό σου, που φωνάζει με σθένος: «Είσαι γκόμενος ό, τι και να βάλεις», αλλά για μια πιο συμπαντική και κοινή λογική, που ψιθυρίζει: «μη διογκώνεις τις ανάγκες σου, γιατί δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις». Και είναι αλήθεια, την καταλαβαίνω τη λογική, αλλά δεν μπορώ να αποφύγω την ανασφάλεια του κυνηγιού. Ένα ραντεβού στα τυφλά δεν είναι περίοδος για να αποφευχθεί ο λεκές στο κιλοτάκι ή στο βίντατζ φόρεμα της εκάστοτε γκόμενας, αλλά ούτε και η πατροπαράδοτη, αφελής και φαλλοκρατική περίσταση, κατά την οποία η μάνα πηγαίνει στην ορκωμοσία του γιου της και θεωρεί ότι είναι μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στη ζωή της, οπότε δικαιολογεί τη λατέρνα που κοσμεί περίτεχνα το γεμάτο ραγάδες και λίπος κορμί της. Και όμως αγαπημένε μου εαυτέ, δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Υπάρχει περίπτωση να είναι το καλύτερο κρεβάτι που θα έχεις κάνει ποτέ. Υπάρχει περίπτωση αυτό που θα βρεις μπροστά σου εντός ολίγων λεπτών να είναι το πιο μαλακισμένο καλούπι, που έχει σχεδιάσει ποτέ ο Θεός στα πλαίσια της ανθρώπινης κολεξιόν, προ και μετά Χριστού. Υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να είναι άλλο πρόσωπο από αυτό που έχεις δει στην φωτογραφία και να βρεθείς νεκρός, ενώ υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχεις έναν φορτσάτο οργασμό, την ίδια στιγμή που μπορεί να μην κρατηθείς και να αεριστείς από την ικανοποίηση και την χαλάρωση. Για αυτήν την πιθανότητα και μόνο, μπορείς να βάλεις χωρίς ενοχές οτιδήποτε θα έβαζες για να πας στο σούπερ-μάρκετ.

- Έλα βρε πουλάκι μου, τι παιδεύεσαι άδικα;
- Σταμάτα να δω τι θα βάλω, με έχεις ζαλίσει, πραγματικά όμως.
- Τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις σε όλο αυτό; Μην ψάχνεις αυτό που δεν ζητά να το ψάξεις.
- Δεν καταλαβαίνω, ξεκόλλα και παράτα με.
- Ψάχνεις κάτι που δεν έχει να κάνει με ρούχο και παπούτσι, αλλά κάτι που θα σε ντύσει με έναν εαυτό, που θα ήθελες να έχεις αυτή τη στιγμή για να είσαι πιο ποθητός. Αυτός ο εαυτός σου δεν θέλει να τον καλλωπίσεις, αλλά να τον βάλεις μπροστά να παίξει το παιχνίδι που γνωρίζει πολύ καλά να κάνει.
- Μπλα, μπλα, μπλα… Κράτα τα όλα αυτά για το πρωί που θα έχω καθαρό κεφάλι. Για την ώρα μιλάνε οι ορμόνες.
- Βάλε ό, τι να ’ναι και γίνε αυτός που γουστάρει να περάσει καλά. Και να είσαι σίγουρος πως αυτό το καρό κασκόλ δεν πρόκειται να σε σώσει.
- Το κασκόλ θα το βάλω όμως, ταιριάζει με τη ζώνη και τα παπούτσια.
- Δε βαριέσαι...

Λοιπόν, πήρα κινητό, λεφτά, τα κλειδιά είναι στην πόρτα, τι άλλο; Α ναι, ας πάρω και μερικά προφυλακτικά, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται σε ξένο νοικοκυριό. Βασικά, δεν πρέπει να αργήσω να γυρίσω, το πρωί έχω ξύπνημα, οπότε θα πρέπει να είμαστε σύντομοι. Δε θα το αναφέρω βέβαια, θα φανεί καφρίλα, αλλά ας το επιδιώξω με τον τρόπο μου. Σεξ και καληνύχτα. Το πολύ-πολύ αν το καταλάβει, θα το πω. Άλλωστε, εδώ που φτάσαμε για λίγη έκκριση ηδονής, αυτό είναι που θα παρεξηγηθεί; Μπορεί και ναι όμως.

Είναι πολύ φυσικό αυτό που συμβαίνει μέσα στην παράνοιά του. Πατάω ισόγειο στη μιάμιση τα ξημερώματα για να πάω κάπου που δεν έχω ξαναπάει, με όποιο ρίσκο συνεπάγεται η πράξη, αλλά δε νοιώθω φόβο, ανακάτεμα γαστρικών υγρών και νευρικότητα στα δάχτυλα, η οποία μάλιστα κάτω από άλλες συνθήκες θα είχε ως αποτέλεσα να βάζω και να βγάζω συνέχεια τα χέρια από τις τσέπες του φθαρμένου μου τζιν. Αλήθεια, είναι τόσο ανεκτικός ο σημερινός κόσμος σε μια πραγματικότητα που αδιαφορεί για το συναίσθημα, που προκαλεί πεταλούδες και άλλα φτερωτά στο στομάχι, ενώ αντιθέτως παραδέχεται μια άλλη, λιγότερο θεμιτή πραγματικότητα, η οποία βάζει ως προτεραιότητα τη στιγμιαία απόλαυση σε όλα τα επίπεδα; Κι αν αυτό παραπέμπει στο τέικ-άουτ φαγητό και στο φραπέ, κάτι γίνεται, το κατανοώ. Όταν αυτό φτάνει όμως σε συνουσίες σκοτεινές και κρυφές, τι μένει για να ελπίζουμε ακόμα πως δεν θα χάσουμε άμεσα την ανθρώπινη πτυχή του εαυτού μας; Όχι ρε πούστη, ξέχασα τα τσιγάρα μου.

- Τι γίνεται;
- Καλώς τον. Καλά μωρέ, προσπαθώ να μην με πάρει ο ύπνος, σε λίγο θα το κλείσω.
- Κατάλαβα…
- Τι να σου δώσω;
- Ένα Μάρλμπορο λάιτς μαλακό.
- Τι έγινε, για πού το έβαλες τέτοια ώρα;
- Μια βόλτα πάω μωρέ, βαριέμαι μέσα, δεν έχω ύπνο.
- Γκομενίτσα, γκομενίτσα; Καλή;
- Έλα ρε, ξεκόλλα.
- Τι ξεκόλλα ρε; Ας είχα την ηλικία σου και…

Ας είχες την ηλικία μου και θα πήδαγες ό, τι θα έβρισκες μπροστά σου, ξέρω. Είναι η γενιά των εξήντα πλην κάτι, που ξαφνικά αναπολεί τα νιάτα της και τη χαμένη αθωότητα ενός ραντεβού. Που την πνίγουν τα χρέη και μια γυναίκα που έχει γίνει διπλή και αδυνατεί να βάλει μιλιά μέσα της. Που τα παιδιά έχουν φύγει από το σπίτι για σπουδές και η μόνη απόλαυση είναι κάνας αγώνας στο καφενείο και κάνα περαστικό βυζί για χάζι. Ναι, νομίζω πως κι εγώ όταν φτάσω λίγο πριν τα εξήντα μου, δεν θα έχω και πολλά περιθώρια για να βγαίνω στη μιάμιση τα ξημερώματα μόνο και μόνο γιατί βαριέμαι. Οπότε συμφωνώ κυρ-Στέφανε, ας είχες την ηλικία μου και θα έκανες πολλά. Μόνο που αυτό που με καίει τώρα εμένα είναι να βρω γρήγορα ταξί, γιατί δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Είπαμε, σεξ και καληνύχτα, μην τα ξαναλέμε.

- Που πας φίλε;
- Κέντρο, Εξάρχεια. Ελεύθερη δεν είσαι;
- Ναι, μπες μέσα.
- Συγνώμη, αλλά γιατί με ρωτάς πού πάω, ενώ είσαι ελεύθερη;
- Κουβέντα θες τώρα; Θες να πας κέντρο ή όχι;
- Καλά, δεν θα πιάσουμε κουβέντα, όντως. Ξεκίνα σε παρακαλώ.

Είναι παράξενο να συναντώ κόσμο και να μην τον βλέπω. Βαρέθηκα. Είναι παράξενο να προσπαθώ να τον δω, αλλά να μου είναι ξένος. Είναι εξίσου παράξενο να θέλω επιτέλους να ξεχωρίσω στα μάτια των άλλων με κάποιον τρόπο, που θα τον βάφτιζα περισσότερο καρμικό και αφελή παρά μαγικό, ενώ θα μπορούσε να είναι παράξενο το γεγονός ότι αυτό που μου μοιάζει ξένο ή παράξενο, είναι και αυτό που βρίσκεται πιο κοντά μου, πιθανότατα, από το οτιδήποτε. Με αυτή την παράλογη λογική, αυτή εδώ η ταξιτζού θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος που θα με καταλάβει μέχρι το μεδούλι. Αυτή εδώ η αναιδέστατη οδηγός, που έχω νοικιάσει για λίγα χιλιόμετρα, θα μπορούσε να είναι το πλάσμα που θα με κάνει επιτέλους να δω ποιος πραγματικά είμαι. Αν μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί της, τι θα κάνει άραγε;

Ο κόσμος βλέπει τα πάντα παράξενα γιατί αυτός είναι ο ρόλος του. Όσες φορές έχω προσπαθήσει να μπω μέσα σε αυτόν, έχω γίνει ξένος. Αυτό δεν έχει σταματήσει βέβαια ποτέ την ανάγκη μου για συναισθηματική ικανοποίηση, μιας και αυτές οι ταμπέλες είναι αντίβαρο στα αθώα που κουβαλάω για κληρονομιά. Κι επειδή αυτά τα αθώα δεν με βοήθησαν ποτέ και σε τίποτα, προτιμώ να γυρνώ την αθωότητά μου τη χαμένη στα μπρούμυτα και να την καβαλάω, μέχρι αυτή να σκάσει. Τότε είναι που ξαφνικά νιώθω παράξενος. Παράξενος ή ξένος. Εκτός κι αν τα νιώσω και τα δύο ταυτόχρονα, φαινόμενο που το έχω ονομάσει προσωπειακή παρτούζα, μιας και τη βιώνω συχνά-πυκνά, όταν μένω μόνος. Για την ώρα έχω την ταξιτζού μου. Και πρόκειται να μου πάρει τα σώβρακα, απ’ ό, τι γράφει ο μετρητής. Καλύτερα που δεν της είπα τίποτα της άπληστης.

- Καλά, επικοινωνείς; Ο μετρητής έγραφε τέσσερα και είκοσι και της άφησες πέντε;
- Δεν έχω χρόνο, πρέπει να βιαστώ, παράτα με.
- Τι παράτα με ρε συ; Σύνελθε λίγο, μετά βίας τα βγάζεις πέρα, πας καλά;
- Παράτα με σου λέω, πρέπει να βιαστώ, δεν ξέρω πού είναι το σπίτι, για τα ογδόντα λεπτά θα κάτσω να σκάσω;
- Εντάξει, σε παρατάω. Όταν ξυπνήσεις το πρωί όμως, μην με αρχίσεις με τις γνωστές σου μαλακίες. Στο λέω από τώρα.
- Καλά, καλά…

Όπως και να το κάνουμε, είμαστε ρεμάλια. Ένας άντρας έχει περασμένη στο γονίδιο του τη συνουσία, όπως το γκουγκλ την αυτόματη αναζήτηση πληροφοριών. Από εκεί κι έπειτα, το μόνο που μένει είναι η επιλογή. Καραδοκούμε με αγωνία στη γωνία των φαντασιώσεών μας, για να τσεκάρουμε ποιο κουμπί είναι πιο διαθέσιμο να ξελασκάρει με ευκολία, μετράμε μέχρι το δέκα και προσφέρουμε υπηρεσίες. Στεγνά. Δεν έχει σημασία ο παραλήπτης. Ένας άντρας λειτουργεί με οδηγό τα πρωτόγονα ένστικτά του, όπως και να έχει. Μέχρι που φτάνει η στιγμή, που η ανάγκη για το άλλο μισό γίνεται τόσο πρωτόγονη, όσο και τα γενετήσια ένστικτά μας, αυτά που κάποτε έδιναν εντολές για να χτίσουμε αυτό που ονειρευόμασταν. Είναι η στιγμή που συνήθως αφήνουμε όσα φερμουάρ έχουμε ξεχάσει μισάνοιχτα και επιδιώκουμε να ανοίξουμε μόνο ένα. Γιατί δεν θέλουμε πλέον το ρίσκο και το άγνωστο και το πονηρό και το επικίνδυνο, αλλά το κλισέ και το βαρετό και το καθημερινό και το παντοτινό. Ανάθεμά μας.

Ανάθεμά με αν θυμάμαι την τελευταία φορά που άνοιξα την παλάμη μου, τη γέμισα χρυσόσκονη και την σκόρπισα στον αέρα. Ανάθεμά με αν θυμάμαι την τελευταία φορά, που μου ήρθε να ξεράσω από την ευδαιμονία κι όχι από το πιόμα. Την τελευταία φορά που παραπάτησα πάνω σε ψέμα, σηκώθηκα, το ανέτρεψα και του δίδαξα την αλήθεια. Την τελευταία φορά που φοβήθηκα, αλλά έστειλα στο διάβολο τις αναστολές μου, μαζί με το χαλασμένο κωλοκλιματιστικό της γειτόνισσας. Την τελευταία φορά που έγινα μούσκεμα από ανθρώπινο άγγιγμα κι όχι από τη ζέστη της πρωτεύουσας. Τη στιγμή, έστω και μοναδική αυτή τη φορά, που άφησα μιαν ανάσα να με προδώσει, λίγα κλάσματα πριν καταλάβω πως δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά έτσι. Την τελευταία φορά ή τη μοναδική φορά ή την ανύπαρκτη φορά που περίμενα τον καφέ μου στο κρεβάτι και γινόμουν όλο και πιο υγρός με την ώρα, όχι από σαρκική πονηράδα, αλλά από συναισθηματική εξάρτηση και χαρά. Ανάθεμά με, είναι που δεν αντέχεται τόση χαρά. Ας το πάρουμε απόφαση κι ας αφήσουμε επιτέλους τη χρυσόσκονη για τις γυναίκες. Στα χέρια μας γίνεται σκέτη λάσπη από τον ιδρώτα.

- Είσαι καλά;
- Μια χαρά είμαι, γιατί;
- Έχεις φτάσει κάτω από το σπίτι βρε πουλάκι μου κι έχεις αρχίσει να παραμιλάς πάλι.
- Μια χαρά είμαι.
- Ναι, ξέρω. Προσπάθησε να μη γίνει ρεζίλι τώρα με όλα αυτά που σκέφτεσαι και τα λέμε μετά.
- Να είσαι κοντά μου.
- Πάντα.

Πρώτος όροφος. Όλα θα πάνε καλά. Δεύτερος όροφος. Μπας και είναι η πρώτη φορά που το κάνω; Τρίτος όροφος. Πάει δύο, να δω τι ώρα θα κοιμηθώ και πώς θα ξυπνήσω αύριο. Τέταρτος όροφος. Τι τις ήθελα βραδιάτικα τις περιπέτειες; Ανάθεμά με.

- Καλησπέρα!
- Καλώς τον, τι γίνεται;
- Μια χαρά!
- Άργησες λίγο, το βρήκες εύκολα;
- Ναι, σχετικά εύκολα.
- Πέρνα μέσα, έλα, μην τα λέμε από την πόρτα!
- Ναι, έχεις δίκιο. Γιάννης δεν είπαμε;

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Βουτιά με το σακάκι.


Το χρονικό της αφήγησης είναι ασαφές και συγκεκριμένο, όπως και το ίδιο το θέμα της. Αλλά ας μην επικεντρωνόμαστε σε κουτές λεπτομέρειες. Άλλωστε, το υποσυνείδητο είναι πιο γοητευτικό από την πραγματικότητα. Τι έλεγα; Α, ναι, για το χρονικό. Είναι κάποια στιγμή του τώρα με καλοκαίρι, σε κάποια γεωγραφική θέση που δε νοώ να προσδιορίσω, αλλά τελικά είναι κοντά στο πατρικό μου. Κάνω διακοπές με τα άλλα δύο αρσενικά της οικογένειας και η παραλία μοιάζει με έναν χωροχρόνο, που μπορεί να γίνει μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα η Γη Της Επαγγελίας. Μπροστά μου το πιο όμορφο πλάσμα αυτής της Γης, ανοιχτόχρωμο, λεπτό, ευγενές και διψασμένο. Και μου το δείχνει και προσπαθώ να το παλέψω για να το αποδεχτώ, αλλά τελικά το κάνω με ένα χαμόγελο. Αυτό, μέσα σε μια παρόρμηση αλμύρας, πατρικής έλλειψης ανοχής και φόβου, καταλήγει σε φευγιό και κυνήγι μετά μανίας. Μόνο που δεν μπορώ να κρυφτώ πουθενά, γιατί το υποσυνείδητό μου, μου επιβάλει να φανώ, όχι να κρυφτώ. Σαν το βήχα. Και τελικά το αποδέχομαι και βήχω. Βήχω ανελέητα, τρέχω, αλλά είμαι cool. Κι ας με κυνηγούν τα αρσενικά της οικογένειας για τη νέμεση ενός πονηρού χαμόγελου.

Βρίσκω καταφύγιο σε φίλους, αλλά αποδεικνύεται ότι κι εκεί θα πρέπει να περιμένω την τιμωρία. Η υποστήριξη σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι κάτι σαν το κρεμμύδι στο σουβλάκι. Το τρως με απόλαυση και μόλις σκουπίσεις το στόμα σου, βλέπεις τον έρωτα της ζωής σου. Και άντε να ξεφύγεις από την ενοχή και να ζητήσεις τα ρέστα από τη θεία δίκη. Αφού δεν μπορώ να βρω καταφύγιο σε φίλους, βρίσκω καταφύγιο σε ένα αμάξι που δεν ξέρω να οδηγώ, αλλά το κινώ μονάχος με νύχια και με δόντια και με την επιθυμία μου αμόλυβδη. Κοιμάμαι εκεί, τρώω εκεί. Μέχρι που με βρίσκει ο αδερφός μου και με παροτρύνει να με πάρει μαζί του στη Γη Της Επαγγελίας. Πώς θα πάω όμως εκεί; Με τι μούτρα; Και πώς θα αντιμετωπίσω αυτούς που δεν θέλουν να με αντιμετωπίσουν; Jamais. Καλύτερα μόνος και με το σουβλάκι στο χέρι.

Αν όχι για το κοινό, πρέπει να πάω στη Γη Της Επαγγελίας όμως για μένα. Έτσι θυμάμαι πως σκέφτηκα τουλάχιστον, μπορεί να μεσολάβησε και κάτι άλλο και να λείπει από το παζλ. Φοράω το μαγιό μου, από πάνω ένα δροσερό καλοκαιρινό κοστούμι και κατηφορίζω στην παραλία. Θεέ μου! Λες να φαντάζομαι το δράμα του Sebastian Venable και να με κατασπαράξουν, για να μου πάρουν τα λεφτά; Πολλές ταινίες βλέπω, ας συνεχίσω να προχωράω. Προσπερνώ τους πρώην φίλους και τα αρσενικά της πρώην οικογένειάς μου και πέφτω στη θάλασσα. Εξιλέωση.

Κάνω βουτιές συνέχεια και χαζογελάω με τα μισοτελειωμένα κορμιά που παίζουν και τινάζουν τα πόδια τους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μου αρέσει αυτός ο καμβάς, τη βρίσκω μαζί του. Βγάζω τα παπούτσια μου. Ο κόσμος είναι πολύς, αλλά για έναν λόγο που δεν φαίνεται καθόλου περίεργος, δεν με ενοχλεί καθόλου που γύρω μου δεν υπάρχει ψυχή. Παίρνω ανάσα, ξαναβουτάω, ξαναγελάω με το θέαμα, βγάζω το παντελόνι μου. Διακρίνω μια ανθρώπινη μορφή να πλησιάζει, αλλά δε δίνω σημασία, γιατί με την ηλιοφάνεια δεν μπορώ να δω καθαρά. Βγάζω το πουκάμισο, βουτάω και ξαναβγάζω λέπια. Βγαίνω απότομα, γιατί την ώρα που πάω να ξεφορτωθώ το σακάκι μου, με αποσπά ένα χέρι πάνω στον ώμο μου. Αντιδρώ, σφουγγίζω τα μάτια μου, κάνω καπελάκι με την παλάμη και βλέπω το ανοιχτόχρωμο, λεπτό, ευγενές και διψασμένο πλάσμα. Μόνο που αυτή τη φορά μοιάζει τόσο πολύ σε μένα, που φοβάμαι. Φοβάμαι, αλλά νομίζω ότι εκεί θέλω να καταλήξω. Και αφήνομαι σαν να μην υπάρχει αύριο με άλλο ένα γαμημένο χαμόγελο.

Θεέ μου! Είμαι τόσο αλαζόνας που ερωτεύτηκα τον εαυτό μου στο χρονικό ενός ονείρου ή τόσο έτοιμος να τον αντιμετωπίσω επιτέλους στο χρονικό μιας πραγματικότητας;

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Ταξίδι στη Μάνη.

Η πρώτη μεγάλη μνήμη που έχω σφηνωμένη στο σακάτικο μυαλό μου είναι η πρώτη φορά που πήρα αγκαζέ τις πρώτες γυναίκες της ζωής μου, τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, μαζί με τον αδερφό μου και πήγαμε στη Μάνη. Αυτό ήταν και το πρώτο μου μεγάλο βήμα στον έξω κόσμο, έτσι όπως τον είχα πλαισιώσει στις παιδικές φαντασιώσεις των τεσσάρων μου χρόνων. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι όλη η ζωή μου είναι μια λούπα αυτών των ημερών, από το πιο σημαντικό μέχρι το πιο σαχλό.

Στο λεωφορείο ήμασταν ξάπλα στα καθίσματα και όταν ερχόταν η στιγμή να κοιμηθούμε, απλώναμε πικέ κουβέρτες στον διάδρομο και κάναμε τους χίπηδες σε ένα μεταγενέστερο και πιο φολκλόρ φεστιβάλ Woodstock. Εγώ κι ο αδερφός μου ήμασταν οι ροκ σταρ και η μητέρα με την γιαγιά οι groupies, οι οποίες μάλιστα ακολουθούσαν σε κάθε παραξενιά και απαίτησή μας. Όταν, δε, κατεβαίναμε για φαγητό στις καθιερωμένες στάσεις που κάνουν οι γραμμές των ΚΤΕΛ ακόμα και σήμερα, τρέχαμε στις τουαλέτες για να πάρουμε σειρά προτεραιότητας, όπως ακριβώς κάνουμε και στις συναυλίες, ανάμεσα στο opening act και το main act. Γνήσια παιδιά ενός κατώτερου Θεού, θα έλεγε κανείς.

Η διαδρομή από το σπίτι μας μέχρι το πρώτο παντοπωλείο ήταν γεμάτη χώμα και λάμπες, που έσβηναν μετά από κάποια ώρα το απόγευμα. Εκεί με έστελνε η γιαγιά μου για να πάρω ψωμί και τα σχετικά, ενώ δεν είχε ποτέ ξεστομίσει λέξεις που θα σχημάτιζαν προτάσεις τύπου «δεν θα πας τώρα, είναι νύχτα». Εξού και το γεγονός ότι το βράδυ λειτουργώ καλύτερα, είμαι πιο ήρεμος, πιο δημιουργικός και δεν επικαλούμαι ποτέ την ανάγκη μου για ξημέρωμα. Στο σκοτάδι γίνονται τα πιο επικίνδυνα αλλά και τα πιο όμορφα πράγματα, θα πει εύλογα κάποιος. Εγώ προτιμώ μέσα στο σκοτάδι να διακρίνω φως, να διακρίνω λέξεις και ιστορίες και να περνάω τις πιο ευλογημένες μου στιγμές.

Από την άλλη πλευρά του σπιτιού, ο δρόμος οδηγούσε στο σπίτι της θείας μου της Κατίνας. Κι αυτός ο δρόμος ήταν γεμάτος χώμα και πήγαινα εκεί κάθε μέρα για να φάω πατάτες τηγανιτές και να το παίξω μικρομέγαλο, συνομιλώντας με τους θείους μου για πράγματα που ποτέ δεν γνώριζα και ποτέ δεν με ενδιέφεραν. Οι κουβέντες μου όμως ήταν για κάποιον λόγο αρεστές και μου άρεσε να το παίζω ξερόλας. Ακόμα και σήμερα, πάντα δείχνω ότι γνωρίζω πιο πολλά από όσα πραγματικά ξέρω και αυτό με έχει βοηθήσει πολλάκις, κυρίως στα επαγγελματικά μου. Ένας θεός ξέρει πόσοι άνθρωποι με έχουν εμπιστευτεί, χωρίς να ξέρουν ότι δεν ξέρω, αλλά στην πορεία, με σκληρή μελέτη, τους απέδειξα ότι σωστά πίστεψαν πως ξέρω και εκ των υστέρων τους απέδειξα ότι όντως ήξερα, χωρίς πραγματικά να ξέρω ποτέ τίποτα. Ίσως αυτή να είναι και η δική μου σοφία μέσα στα χρόνια.

Κάποια στιγμή, μέσα σε όλες τις μέρες που έμεινα στη Μάνη, μου έκατσε να αγοράσω χαρτομάντιλα. Δεν ξέρω ποια ήταν η βαθύτερη αιτία που είχα ανάγκη κάτι τέτοιο, αλλά μάλλον είναι κάτι σαν την ανάγκη ενός παιδιού να μασάει τα φύλλα από τις γλάστρες ή την εμμονή του να βγαίνει βόλτα στην πλατεία του χωριού το καλοκαίρι και να μαζεύει τζιτζίκια από τα δέντρα (ένοχος). Κανένα όφελος, όπως και να ‘χει. Πήγα λοιπόν μια εκδρομή με τον παππού μου και τη δίδυμη αδερφή του, που είχε έρθει για λίγες μέρες (ορκίζομαι ότι όταν είδα αργότερα τη Sophia Lauren, πίστευα ότι αυτή με πήγε εκδρομή) και σταματήσαμε για να πάρω επιτέλους τα αναθεματισμένα χαρτομάντιλα. Δεν μου έφτανε όμως αυτό. Ξαφνικά είχα την ανάγκη να πάρω κι ένα νεροπίστολο. Όχι για να παίζω με τον αδερφό μου, αλλά για να έχω κάτι που κανένα άλλο παιδάκι στο χωριό δεν είχε. Πίστευα ότι το να ζηλεύω κάτι από κάποιον δεν είναι καλό και πάντα προτιμούσα να διαλέγω κάτι που δεν έχει ο άλλος, για να τον αναγκάσω να με ζηλεύει εκείνος. Κι όταν το κατάφερνα, ήμουν ευτυχισμένος.

Σε άμεση σχέση με τη διόλου ευκαταφρόνητη αγορά μου παρέα με τη σχεδόν-ντίβα-του-ιταλικού-κινηματογράφου θεία μου, η σχέση μου με τα άλλα παιδιά στο χωριό ποτέ δεν ήταν καλή. Δεν ήταν κακή, μιας και ήμουν πάντα ευγενικό παιδάκι, αλλά ποτέ δεν ήταν και η πιο επιθυμητή για μια μάνα όπως η Señora Κούλα. Έπρεπε πάντα να κάνω τον εαυτό μου να διαφέρει με κάθε τρόπο. Αυτό ξεκίνησε με τις σκισμένες σελίδες τετραδίων, όταν έκανα ορθογραφικό λάθος και συνέχισε με τη δική μου ανάγκη να διαφέρω από όλους. Αλλά επειδή ένα παιδί δεν ξέρει ποτέ πώς να το κάνει αυτό, προτίμησα επί πολλά συναπτά έτη να μην κάνω απολύτως τίποτα. Μονάχος πορεύεται κανείς στον έρωτα, στη δόξα και στο θάνατο. Ε, για να είμαστε δίκαιοι και στα παιδικά του χρόνια. Κι όποιος νιώθει το αντίθετο, τότε δεν πέρασε ποτέ πραγματική παιδική ηλικία, χωρίς στιγμές πλήρους απεξάρτησης από τον κόσμο.

Τα πρώτα μου μπάνια στη Μάνη δεν έγιναν ποτέ, γιατί δεν υπήρχε παραλία εκεί κοντά. Το πιο κοντινό σημείο για πλατσούρισμα ήταν κάτι βράχια δίπλα σε ένα λιμάνι. Αλλά θα μου πεις, πού στη Μάνη έχει παραλίες και όχι βράχια; Σωστά. Πάντα όμως ήθελα να μάθω να κάνω βουτιές από ψηλά και να δω πώς είναι ο βυθός, όταν σκας με τη μούρη enface στην αλμυρή επιφάνεια. Τελικά, δεν το έμαθα ποτέ. Αντίθετα, έμαθα πάντα να φοβάμαι τα ύψη και να έχω πρόβλημα με τα άκρα, μιας και πάντα πίστευα ότι έχω την τάση να πέσω (οπουδήποτε). Ακροφοβία μου είπαν αργότερα ότι λέγεται αυτό και εγώ είπα εντάξει, κάτι ξέρετε περισσότερο.

Μπορεί να μην έμαθα να πέφτω με τα μούτρα στη θάλασσα, έμαθα όμως να πέφτω με τα μούτρα στις εικόνες. Πάντα ήμουν εικονικός τύπος. Ακόμα και τα μαθήματα στο σχολείο τα μάθαινα οπτικά και όχι βασισμένος στη μνήμη μου ή την ικανότητα να αποστηθίζω. Αυτό ξεκίνησε λοιπόν την περίοδο που πήγαινα με τη γιαγιά μου για να μαζέψουμε κρεμμύδες, για να μας φτιάξει αργότερα τις υπέροχες κρεμμυδόπιτες που μόνο αυτή γνωρίζει. Ανεβαίναμε λοιπόν σε πλαγιές που ήταν γεμάτες ελαιόδεντρα, χωνόμασταν ανάμεσά τους και ξεκινούσαμε τις περιπλανήσεις για να διαλέξουμε τις πιο μυρωδάτες κρεμμύδες αλλά και τα πιο γερά ξερόχορτα, για να τις τυλίξουμε. Αυτή ήταν και μια από τις πιο μαγικές εικόνες που έχω καταγράψει ποτέ στο μυαλό μου, γιατί η ζέστη δεν απέτρεψε τη βροχή, αυτή δεν απέτρεψε το πρώτο μου ουράνιο τόξο, αυτό δεν απέτρεψε τις πιο ωραίες πίτες που έχω φάει στη ζωή μου και αυτές με τη σειρά τους δεν απέτρεψαν την αλλεργία μου στη γύρη της ελιάς, όταν βρίσκομαι κοντά σε ελαιόδεντρα. Αντιθέτως, τρελαίνομαι ακόμα για τον καρπό τους.

Υπήρχαν και δύσκολες στιγμές όμως. Και αυτές έρχονταν αργά το βράδυ, όταν η μητέρα μου ήθελε να πάει βόλτα με τα ξαδέρφια της και τις κοπέλες τους. Τότε, αισθανόμουν την εγκατάλειψη και ωρυόμουν και έκλαιγα και έβριζα και έσκιζα τα χαρτομάντιλά μου και δεν με ένοιαζε να κάνω βουτιά από ψηλά και δεν έδινα καμία σημασία αν είμαι ο πιο έξυπνος του χωριού (κυριολεκτικά) και δεν μου άρεσε να το παίζω ροκ σταρ σε συναυλία. Εκεί το έπαιζα παιδί τεσσάρων χρονών, που δε θέλει να μάθει, δε θέλει να διορθωθεί, δε θέλει να βρεθεί γιατί είναι χαμένο, δε θέλει να φάει όλες τις κρεμμυδόπιτες, δε θέλει να είναι σκληρό γιατί ξέρει ότι είναι αδύναμο, αλλά θέλει οπωσδήποτε να αγαπηθεί. Κι είναι αυτό που τελικά όλοι κουβαλάμε από πάντα και για όλους τους λόγους.

Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι ένα παιδί διαμορφώνει την προσωπικότητά του μέχρι τα πέντε του χρόνια. Από εκεί κι έπειτα, η ζωή του είναι μια διαρκής επιβίωση και εκπαίδευση, μέχρι την τελευταία πνοή της ζωής του. Αν η ζωή είναι με κάποιον μαγικό τρόπο η λούπα των παιδικών μας χρόνων, τότε εγώ ζω καθημερινά αυτό το ταξίδι στη Μάνη.

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι είναι αληθινή ιστορία.


“Τα ρεκόρ είναι για να σπάνε”, λέει ο κανόνας κι αυτό πιστοποιούν και οι αθλητές του στίβου τα τελευταία χρόνια. Θα έρθει όμως η στιγμή που οι τιμές των ρεκόρ θα πέσουν σε εξωπραγματικά επίπεδα; Θα σπάσει το φράγμα και των 9 δευτερολέπτων στα 100 μέτρα; Οι απαντήσεις είναι θετικές, αλλά εξίσου εξωπραγματική είναι και η χρονολογία. Ο Αμερικανός ερευνητής, Τζον Μπρένκους, κατέγραψε σε ένα βιβλίο, που ονόμασε «The Perfection Point» (το σημείο τελειότητας), τα αποτελέσματα της σχετικής έρευνάς του. Βάσει αυτής, κάποιος αθλητής θα μπορέσει να τερματίσει στην κούρσα των 100 μέτρων σε 8.99 δευτερόλεπτα το 2909, δηλαδή σε 899 χρόνια.

«Δεν είναι μόνο ο αθλητής. Έχει να κάνει με φυσική και βιολογία, το περιβάλλον και τον εξοπλισμό του. Εκτός από αυτά, υπάρχει και ο τομέας της ψυχολογίας του αθλητή. Πιστεύω η επίδοση που θα αποτελέσει τον περισσότερο καιρό παγκόσμιο ρεκόρ θα είναι 9.01 δευτερόλεπτα, διότι οι αθλητές θα πρέπει να αντιμετωπίσουν και το ψυχολογικό βάρος των 9 δευτερολέπτων», είπε ο Μπρένκους…

Το ανθρώπινο γένος είναι τόσο αλαζονικό, που έχει ως μοναδικό μέλημά του να ξεπερνά τον εαυτό του. Να γίνεται πιο δυνατό, πιο όμορφο, πιο ανταγωνιστικό με τη φύση, πιο έτοιμο να φτάσει στο τέλειο και το Θείο. Έτσι μάθαμε από τους προκατόχους μας (ο πολιτισμός μας είναι ο πιο λαμπρός), έτσι μάθαμε από τους γονείς μας (ο κανακάρης μου είναι ο πιο έξυπνος), έτσι μάθαμε από το πολιτικό γίγνεσθαι (θα… θα… θα…), έτσι μάθαμε από τη γιαγιά μας (πάρε εκατό ευρώ να πιεις μια πορτοκαλάδα), έτσι μάθαμε από τις σειρές στην τηλεόραση (καταραμένο κονσερβοκούτι), έτσι μάθαμε από τη γυμναστική ομάδα (νίκη και μόνο νίκη), έτσι μάθαμε και από τους δασκάλους μας και αδυνατούμε να διαβάσουμε ένα λογοτεχνικό βιβλίο, γιατί το έχουμε συνδέσει με τη ρουτίνα και τα βάσανο της παπαγαλίας. Λες και θα μας εξετάσει κάποιος και θα μας βάλει βαθμό αν δεν γνωρίζουμε σε ποια νουβέλα είναι πρωταγωνιστής ο Ιαβέρης.

Έτσι όμως μάθαμε και από την πεμπτουσία όλων αυτών – τη θρησκεία. Πώς μπορεί κάποιος να απέχει από το να γίνει ανταγωνιστικός, από τη στιγμή που όλη μας η ζωή είναι μια ακατάπαυστη διδαχή για να φτάσουμε το ‘τέλειο’ και το ‘Θείο’; Πώς μπορούμε να ζήσουμε με σεμνότητα και πραότητα και πίστη και αγάπη και ταπεινότητα και μέτρο και συναίσθηση του αποπροσανατολισμού, όταν όλη μας η ζωή πνίγεται από έναν και μόνο φόβο – να μην καούμε στο πυρ το εξώτερον; Ξέρω, θα αντιδράσουν πολλοί με αυτή τη λογική, αλλά δυστυχώς κανείς δεν μπορεί να αποδείξει το αντίθετο. Και δεν εννοώ με γραφτά, αλλά με πράξεις. Καθημερινές, αυτές που κάνουμε από τη στιγμή που θα ρίξουμε το πρώτο κατούρημα της ημέρας μέχρι αυτές που επιδιώκουμε τη στιγμή που πάμε να πούμε καληνύχτα, αλλά τελικά εννοούμε κάτι άλλο.

Είναι προτιμότερο να πάρουν 899 χρόνια λοιπόν για να σπάσει κάποιος το φράγμα των 9 δευτερολέπτων στο τρέξιμο (το ξέρω ότι το απαξιώ με αυτό τον όρο, εξυπηρετεί τη φαιά ουσία του γραπτού όμως), παρά να παλέψουν όλοι για την κατάντια της καθημερινότητάς μας. Και ποια είναι αυτή; Έλα τώρα, ρίξε μια ματιά γύρω σου και θα καταλάβεις. Αρκεί να φοράς γυαλιά ηλίου, αυτό που θα ‘δεις’ μπορεί να προκαλέσει ολική τύφλωση και απαξιωτική, εμετική αηδία. Είναι προτιμότερο να πάρεις αύξηση, παρά να βοηθήσεις μια γιαγιά να περάσει το φανάρι. Είναι προτιμότερο να αλλάξεις κούρεμα, παρά να πας το σκυλί σου στο γιατρό που έχει να φάει τρεις μέρες. Είναι προτιμότερο να αναλάβεις την ευθύνη να στενέψεις το καινούργιο σου παντελόνι για τα Σάββατο, παρά να δώσεις στον πρώτο άστεγο που θα βρεις το προπέρσινο τζάκετ που δεν σου κάνει. Πόσα πράγματα γίνονται επιτέλους προτιμότερα με τελικό σκοπό να προτιμήσεις εσένα και μόνο; Και να φανταστείς ότι όλα είναι θέμα επιλογών, κανείς δεν σε αναγκάζει για τίποτα.

Ας είναι η τελειότητα ο σκοπός λοιπόν. Κι ας είναι η επιλογή το μακάβριο “οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”. Αλλά ξέχασα, δεν πιστεύουμε σε αυτά εμείς, εμείς είμαστε καλοί χριστιανοί, που πάντα βάζουμε μπροστά την αγάπη. Αν λοιπόν έβλεπες έναν ταπεινό συνάνθρωπό σου στο μετρό να διατυμπανίζει ότι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο είναι η αγάπη, ξέρεις τι θα έκανες; Θα γέλαγες μέχρι δακρύων και σε καμία περίπτωση δεν θα του έδινες το παλιό σου τζάκετ. Δεν είναι η πραγματικότητα που δεν μπορείς να δεις γιατί δεν υπάρχει, είναι η πραγματικότητα που εσύ φτιάχνεις κάθε μέρα και τη στολίζεις με διάφορα κοσμητικά και τιάρες, ώστε να την κάνεις πιο αρεστή στα μάτια σου. Κι αφήνεις με όλα τα όπλα και τα βρακιά σου κατεβασμένα ανθρώπους να πεθαίνουν στη μέση του δρόμου, τη στιγμή που έχεις κατουρηθεί πάνω σου από τον φόβο, μιας και κανείς δεν σου έμαθε ποτέ ότι για να γίνεις ‘τέλειος’, θα πρέπει να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ένα ρεκόρ λιγότερο.

Αθάνατο ανθρώπινο γένος, πάντα έτοιμο να ξεπεράσεις τον εαυτό σου! Αν “Το πορτρέτο Του Ντόριαν Γκρέι” ήταν πραγματική ιστορία, τότε… μα τι λέω;

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Πότε πετάς;


Πτήση για Τόκιο. Ώρα: 07:47.
Οι χειρότερες ώρες για τον Juan. Μισεί τον στρατιωτικό πατέρα του, Gael, που εξαιτίας του αλλάζουν σπίτι κάθε λίγα χρόνια και μισεί τη ζωή του που ακόμα δεν έχει βρει κάποιον για να αποκαλέσει «καλύτερο φίλο». Αλλά και πάλι, ποιος δεν νομίζει ότι μισεί τους γονείς του και ποιος δεν έχει διαπιστώσει ότι είναι στο περιθώριο και ότι δεν έχει καλύτερο φίλο στα δέκα του χρόνια; Στην περίπτωσή του, ο μικροκαμωμένος Ισπανός τρώει τα νύχια του από την οργή του και έχει ήδη φάει μαζί και δύο ξεγυρισμένες από την ξέχειλη με ταμπεραμέντο μητέρα του. Ο Juan θα ζήσει στο Τόκιο για τρία χρόνια, μέχρι που θα αναγκαστεί να αλλάξει και πάλι χώρα, γιατί ο πατέρας του θα χωρίσει τη μάνα του, μιας και αυτή θα τον έχει απατήσει με έναν κοντό αλλά νταβραντισμένο και αρρενωπό Ιάπωνα, δάσκαλο του καράτε. Το δικαστήριο θα αποφανθεί εύλογα υπέρ του πατέρα, ενώ ο μικρός μας ήρωας δεν θα καταλάβει ποτέ γιατί ξέμεινε με τον πατέρα του και δεν γύρισε πίσω στην Βαρκελώνη με την χυμώδη και αισθησιακή μάνα. Επόμενος προορισμός για τον Juan θα είναι η Μόσχα και μετά η Νότιος Αφρική, όπου και θα μαγευτεί από την ομορφιά της. Εκεί θα περάσει την εφηβεία του, εκεί θα ερωτευτεί για πρώτη φορά, εκεί θα αγαπήσει τον πατέρα του, εκεί θα σπουδάσει, εκεί θα δουλέψει ως οδηγός σε σαφάρι, εκεί θα πάρει την απόφαση ότι δεν θα ακολουθήσει στην επόμενη μετάθεση τον πατέρα του, εκεί θα πεθάνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών στην ηλικία των 23.
Fun fact: Στην κηδεία του θα παρευρεθεί μονάχα η μητέρα του.

Πτήση για Μελβούρνη. Ώρα: 14:50
Ο μικρός Νικόλας έδειξε ακεραιότητα και αποφασιστικότητα, όταν είπε στους δικούς του ότι θα φύγει για να δουλέψει στην Αυστραλία. Είναι δουλευταράς αλλά και μόλις 18. Η μάνα του ακόμη παλεύει να ισιώσει το κάτω χείλος από το ελαφρύ εγκεφαλικό, ενώ ο πατέρας τη βγάζει με υπογλώσσια και βαλεριάνες. Τέλος πάντων… Ο Νικόλας θα πάει με σκοπό να μαζέψει χρήματα. Θα πιάσει δουλειά ως barman, θα ανοίξει αργότερα δικό του μαγαζί, μέχρι που θα βγάλει τόσα λεφτά, που θα τα φάει στο πρώτο καζίνο του Las Vegas. Εκεί θα γνωρίσει μια όμορφη Ισπανίδα, που θα έχει ταξιδέψει για να ξεπεράσει το διαζύγιό της, αλλά και να φάει μερικά από τα χρήματα της διατροφής του συζύγου της. Οι δυο τους θα γυρίσουν μαζί στην Αυστραλία με άδειες τσέπες. Ο Νικόλας θα πουλήσει το μαγαζί του, θα μετακομίσουν μαζί λίγο πιο έξω από τη Μελβούρνη, θα ανοίξουν κέντρο κατασκήνωσης για παιδιά από 5 έως 15 χρονών κοντά σε μια μαγική λίμνη, θα παντρευτούν, θα κάνουν δύο παιδιά (την Κυριακή και τον Salvador) και θα ζήσουν ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια. Κάπου στο ενδιάμεσο θα χρειαστεί να πάνε μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ για μια κηδεία.
Fun fact: Η Κυριακή θα γίνει ομαδάρχης στην κατασκήνωση και θα φαγωθεί από έναν κροκόδειλο της λίμνης στην ηλικία των 19. Ο Salvador θα γίνει πολίτης του κόσμου και βιρτουόζος της τρομπέτας.

Πτήση για Μόσχα. Ώρα 19:36
Τη Μαρούσκα τη βαραίνουν τα άπειρα μπαγκάζια της αλλά και οι μνήμες από τη διαλυμένη οικογένειά της, πίσω στη Μόσχα. Πηγαίνει εκεί μετά από απουσία 18 χρόνων, μιας και έφυγε μόλις στα 18 της, όντας παντρεμένη με έναν γοητευτικό Ισπανό στρατιωτικό, που της υποσχέθηκε λαγούς, πετραχήλια και όλα τα συναφή. Η όμορφη αλλά στενόμυαλη Μαρούσκα έφυγε δίχως τη συγκατάθεση των δικών της και δεν έχει μιλήσει ποτέ με κανέναν, εκτός από την αδερφή της, η οποία μάλιστα της έστελνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα πλεκτά, σερβίτσια και άλλα πολύτιμα μέρη ενός σωστού νοικοκυριού. Ήθελε η αδερφή της να τα έχει όλα! Μέχρι που η συντηρητική μάνα το πήρε πρέφα, της άστραψε ένα σκαμπίλι κι εκείνη το μόνο που έστελνε πλέον ήταν e-mails. Τώρα πρέπει η Μαρούσκα να βρει το θράσος και το θάρρος να χτυπήσει ξανά την πόρτα του σπιτιού της και να αντιμετωπίσει τους γονείς της, που θεωρητικά την έχουν διαγράψει από τη ζωή τους. Και άντε να δεχτούν ότι η μικρή τους Μαρούσκα γύρισε εγκαταλελειμμένη από τον σύζυγο, μιας και ‘έφυγε’ στην προσπάθειά του να τελειώσει μέσα στο σώμα άλλη γυναίκας. Στη Μόσχα θα φιλοξενηθεί από την οικογένεια της αδερφής της, θα βρει δουλειά ως καθηγήτρια ισπανικών σε φροντιστήριο, θα παντρευτεί ξανά, δεν θα κάνει ποτέ παιδιά και δεν θα τα βρει ποτέ με τους γονείς της.
Fun fact: Ο νέος σύζυγος της Μαρούσκα θα είναι (κι αυτός) Ισπανός, συνάδελφος από το φροντιστήριο και θα τον λένε (κι αυτόν) Gael.

Πτήση για Νέα Ορλεάνη. Ώρα: 23:59.
Η Janis πετάει για Νέα Ορλεάνη για να παίξει live με τον φίλο της τον Bobby στο ανακαινισμένο Riverboat Queen. Είναι αγχωμένη γιατί η φωνή της δεν είναι στα καλύτερά της, ενώ η φυσαρμόνικά της θέλει καθάρισμα και βαριέται να ασχοληθεί. Ο Bobby από την άλλη θα την περιμένει χαλαρός, όπως πάντα. Θα φτάσει, θα παίξει στη συναυλία, θα πιει άπειρες ποσότητες bourbon, θα χορέψει μέχρι να βγάλει κάλλους και θα λιποθυμήσει στη μέση του δρόμου. Η ώρα που θα λιποθυμήσει θα είναι και πάλι 23:59, ένα μόλις λεπτό πριν βγουν οι μάγισσες στους δρόμους και ψάλουν ξόρκια και προσευχές. Η μία εξ αυτών, η πιο πονεμένη, η Κλοέ, θα τη μαζέψει, θα ποτίσει τη μύτη της με αρώματα για να ξυπνήσει και θα την έχει από κοντά της, όταν στήσει τον πιο φανταστικό χορό Βακχών και Σατίρων που έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία της ζωής. Η Janis θα πολεμήσει με τους φόβους της, θα σταθεί όρθια και θα αποφασίσει ότι θέλει να παρατήσει τη μουσική για να φτιάχνει αρώματα στη Νέα Ορλεάνη. Εκεί θα αναγεννηθεί, θα ανοίξει το πρώτο της μικρό μαγαζάκι με αρώματα δικής της παρασκευής, ενώ θα γνωρίσει και τον έρωτα της ζωής της, τον τρομπετίστα Salvador.
Fun fact: Με τον Bobby δεν θα χαθούν ποτέ, αλλά ο Bobby θα συλληφθεί, όντας κρυφός dealer και τελικά υπεύθυνος για τον θάνατο ενός 23χρονου στο πρόσφατο παρελθόν.

Μπορείς για λίγο να κοιτάξεις ψηλά, να φανταστείς ότι τα αεροπλάνα που πετούν είναι αστέρια που πέφτουν και να κάνεις μια ευχή για το καθένα; Αν βγει, καλώς. Αν όχι, καλό ταξίδι. Άλλωστε, ξέρεις ήδη τη συνέχεια. Αλήθεια… εσύ πότε πετάς;