Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Μιάμιση προ μεσημβρίας.


Το να κάθεσαι και να χαζεύεις για πολλή ώρα την ντουλάπα σου με σκοπό να βρεις το κατάλληλο ρούχο που θα σε κολακεύσει περισσότερο από κάποιο άλλο μόνο και μόνο για να πας να κάνεις σεξ, είναι το λιγότερο ταπεινωτικό. Και δεν εννοώ ταπεινωτικό για τον εγωισμό σου, που φωνάζει με σθένος: «Είσαι γκόμενος ό, τι και να βάλεις», αλλά για μια πιο συμπαντική και κοινή λογική, που ψιθυρίζει: «μη διογκώνεις τις ανάγκες σου, γιατί δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις». Και είναι αλήθεια, την καταλαβαίνω τη λογική, αλλά δεν μπορώ να αποφύγω την ανασφάλεια του κυνηγιού. Ένα ραντεβού στα τυφλά δεν είναι περίοδος για να αποφευχθεί ο λεκές στο κιλοτάκι ή στο βίντατζ φόρεμα της εκάστοτε γκόμενας, αλλά ούτε και η πατροπαράδοτη, αφελής και φαλλοκρατική περίσταση, κατά την οποία η μάνα πηγαίνει στην ορκωμοσία του γιου της και θεωρεί ότι είναι μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στη ζωή της, οπότε δικαιολογεί τη λατέρνα που κοσμεί περίτεχνα το γεμάτο ραγάδες και λίπος κορμί της. Και όμως αγαπημένε μου εαυτέ, δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Υπάρχει περίπτωση να είναι το καλύτερο κρεβάτι που θα έχεις κάνει ποτέ. Υπάρχει περίπτωση αυτό που θα βρεις μπροστά σου εντός ολίγων λεπτών να είναι το πιο μαλακισμένο καλούπι, που έχει σχεδιάσει ποτέ ο Θεός στα πλαίσια της ανθρώπινης κολεξιόν, προ και μετά Χριστού. Υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να είναι άλλο πρόσωπο από αυτό που έχεις δει στην φωτογραφία και να βρεθείς νεκρός, ενώ υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχεις έναν φορτσάτο οργασμό, την ίδια στιγμή που μπορεί να μην κρατηθείς και να αεριστείς από την ικανοποίηση και την χαλάρωση. Για αυτήν την πιθανότητα και μόνο, μπορείς να βάλεις χωρίς ενοχές οτιδήποτε θα έβαζες για να πας στο σούπερ-μάρκετ.

- Έλα βρε πουλάκι μου, τι παιδεύεσαι άδικα;
- Σταμάτα να δω τι θα βάλω, με έχεις ζαλίσει, πραγματικά όμως.
- Τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνεις σε όλο αυτό; Μην ψάχνεις αυτό που δεν ζητά να το ψάξεις.
- Δεν καταλαβαίνω, ξεκόλλα και παράτα με.
- Ψάχνεις κάτι που δεν έχει να κάνει με ρούχο και παπούτσι, αλλά κάτι που θα σε ντύσει με έναν εαυτό, που θα ήθελες να έχεις αυτή τη στιγμή για να είσαι πιο ποθητός. Αυτός ο εαυτός σου δεν θέλει να τον καλλωπίσεις, αλλά να τον βάλεις μπροστά να παίξει το παιχνίδι που γνωρίζει πολύ καλά να κάνει.
- Μπλα, μπλα, μπλα… Κράτα τα όλα αυτά για το πρωί που θα έχω καθαρό κεφάλι. Για την ώρα μιλάνε οι ορμόνες.
- Βάλε ό, τι να ’ναι και γίνε αυτός που γουστάρει να περάσει καλά. Και να είσαι σίγουρος πως αυτό το καρό κασκόλ δεν πρόκειται να σε σώσει.
- Το κασκόλ θα το βάλω όμως, ταιριάζει με τη ζώνη και τα παπούτσια.
- Δε βαριέσαι...

Λοιπόν, πήρα κινητό, λεφτά, τα κλειδιά είναι στην πόρτα, τι άλλο; Α ναι, ας πάρω και μερικά προφυλακτικά, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται σε ξένο νοικοκυριό. Βασικά, δεν πρέπει να αργήσω να γυρίσω, το πρωί έχω ξύπνημα, οπότε θα πρέπει να είμαστε σύντομοι. Δε θα το αναφέρω βέβαια, θα φανεί καφρίλα, αλλά ας το επιδιώξω με τον τρόπο μου. Σεξ και καληνύχτα. Το πολύ-πολύ αν το καταλάβει, θα το πω. Άλλωστε, εδώ που φτάσαμε για λίγη έκκριση ηδονής, αυτό είναι που θα παρεξηγηθεί; Μπορεί και ναι όμως.

Είναι πολύ φυσικό αυτό που συμβαίνει μέσα στην παράνοιά του. Πατάω ισόγειο στη μιάμιση τα ξημερώματα για να πάω κάπου που δεν έχω ξαναπάει, με όποιο ρίσκο συνεπάγεται η πράξη, αλλά δε νοιώθω φόβο, ανακάτεμα γαστρικών υγρών και νευρικότητα στα δάχτυλα, η οποία μάλιστα κάτω από άλλες συνθήκες θα είχε ως αποτέλεσα να βάζω και να βγάζω συνέχεια τα χέρια από τις τσέπες του φθαρμένου μου τζιν. Αλήθεια, είναι τόσο ανεκτικός ο σημερινός κόσμος σε μια πραγματικότητα που αδιαφορεί για το συναίσθημα, που προκαλεί πεταλούδες και άλλα φτερωτά στο στομάχι, ενώ αντιθέτως παραδέχεται μια άλλη, λιγότερο θεμιτή πραγματικότητα, η οποία βάζει ως προτεραιότητα τη στιγμιαία απόλαυση σε όλα τα επίπεδα; Κι αν αυτό παραπέμπει στο τέικ-άουτ φαγητό και στο φραπέ, κάτι γίνεται, το κατανοώ. Όταν αυτό φτάνει όμως σε συνουσίες σκοτεινές και κρυφές, τι μένει για να ελπίζουμε ακόμα πως δεν θα χάσουμε άμεσα την ανθρώπινη πτυχή του εαυτού μας; Όχι ρε πούστη, ξέχασα τα τσιγάρα μου.

- Τι γίνεται;
- Καλώς τον. Καλά μωρέ, προσπαθώ να μην με πάρει ο ύπνος, σε λίγο θα το κλείσω.
- Κατάλαβα…
- Τι να σου δώσω;
- Ένα Μάρλμπορο λάιτς μαλακό.
- Τι έγινε, για πού το έβαλες τέτοια ώρα;
- Μια βόλτα πάω μωρέ, βαριέμαι μέσα, δεν έχω ύπνο.
- Γκομενίτσα, γκομενίτσα; Καλή;
- Έλα ρε, ξεκόλλα.
- Τι ξεκόλλα ρε; Ας είχα την ηλικία σου και…

Ας είχες την ηλικία μου και θα πήδαγες ό, τι θα έβρισκες μπροστά σου, ξέρω. Είναι η γενιά των εξήντα πλην κάτι, που ξαφνικά αναπολεί τα νιάτα της και τη χαμένη αθωότητα ενός ραντεβού. Που την πνίγουν τα χρέη και μια γυναίκα που έχει γίνει διπλή και αδυνατεί να βάλει μιλιά μέσα της. Που τα παιδιά έχουν φύγει από το σπίτι για σπουδές και η μόνη απόλαυση είναι κάνας αγώνας στο καφενείο και κάνα περαστικό βυζί για χάζι. Ναι, νομίζω πως κι εγώ όταν φτάσω λίγο πριν τα εξήντα μου, δεν θα έχω και πολλά περιθώρια για να βγαίνω στη μιάμιση τα ξημερώματα μόνο και μόνο γιατί βαριέμαι. Οπότε συμφωνώ κυρ-Στέφανε, ας είχες την ηλικία μου και θα έκανες πολλά. Μόνο που αυτό που με καίει τώρα εμένα είναι να βρω γρήγορα ταξί, γιατί δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Είπαμε, σεξ και καληνύχτα, μην τα ξαναλέμε.

- Που πας φίλε;
- Κέντρο, Εξάρχεια. Ελεύθερη δεν είσαι;
- Ναι, μπες μέσα.
- Συγνώμη, αλλά γιατί με ρωτάς πού πάω, ενώ είσαι ελεύθερη;
- Κουβέντα θες τώρα; Θες να πας κέντρο ή όχι;
- Καλά, δεν θα πιάσουμε κουβέντα, όντως. Ξεκίνα σε παρακαλώ.

Είναι παράξενο να συναντώ κόσμο και να μην τον βλέπω. Βαρέθηκα. Είναι παράξενο να προσπαθώ να τον δω, αλλά να μου είναι ξένος. Είναι εξίσου παράξενο να θέλω επιτέλους να ξεχωρίσω στα μάτια των άλλων με κάποιον τρόπο, που θα τον βάφτιζα περισσότερο καρμικό και αφελή παρά μαγικό, ενώ θα μπορούσε να είναι παράξενο το γεγονός ότι αυτό που μου μοιάζει ξένο ή παράξενο, είναι και αυτό που βρίσκεται πιο κοντά μου, πιθανότατα, από το οτιδήποτε. Με αυτή την παράλογη λογική, αυτή εδώ η ταξιτζού θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος που θα με καταλάβει μέχρι το μεδούλι. Αυτή εδώ η αναιδέστατη οδηγός, που έχω νοικιάσει για λίγα χιλιόμετρα, θα μπορούσε να είναι το πλάσμα που θα με κάνει επιτέλους να δω ποιος πραγματικά είμαι. Αν μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί της, τι θα κάνει άραγε;

Ο κόσμος βλέπει τα πάντα παράξενα γιατί αυτός είναι ο ρόλος του. Όσες φορές έχω προσπαθήσει να μπω μέσα σε αυτόν, έχω γίνει ξένος. Αυτό δεν έχει σταματήσει βέβαια ποτέ την ανάγκη μου για συναισθηματική ικανοποίηση, μιας και αυτές οι ταμπέλες είναι αντίβαρο στα αθώα που κουβαλάω για κληρονομιά. Κι επειδή αυτά τα αθώα δεν με βοήθησαν ποτέ και σε τίποτα, προτιμώ να γυρνώ την αθωότητά μου τη χαμένη στα μπρούμυτα και να την καβαλάω, μέχρι αυτή να σκάσει. Τότε είναι που ξαφνικά νιώθω παράξενος. Παράξενος ή ξένος. Εκτός κι αν τα νιώσω και τα δύο ταυτόχρονα, φαινόμενο που το έχω ονομάσει προσωπειακή παρτούζα, μιας και τη βιώνω συχνά-πυκνά, όταν μένω μόνος. Για την ώρα έχω την ταξιτζού μου. Και πρόκειται να μου πάρει τα σώβρακα, απ’ ό, τι γράφει ο μετρητής. Καλύτερα που δεν της είπα τίποτα της άπληστης.

- Καλά, επικοινωνείς; Ο μετρητής έγραφε τέσσερα και είκοσι και της άφησες πέντε;
- Δεν έχω χρόνο, πρέπει να βιαστώ, παράτα με.
- Τι παράτα με ρε συ; Σύνελθε λίγο, μετά βίας τα βγάζεις πέρα, πας καλά;
- Παράτα με σου λέω, πρέπει να βιαστώ, δεν ξέρω πού είναι το σπίτι, για τα ογδόντα λεπτά θα κάτσω να σκάσω;
- Εντάξει, σε παρατάω. Όταν ξυπνήσεις το πρωί όμως, μην με αρχίσεις με τις γνωστές σου μαλακίες. Στο λέω από τώρα.
- Καλά, καλά…

Όπως και να το κάνουμε, είμαστε ρεμάλια. Ένας άντρας έχει περασμένη στο γονίδιο του τη συνουσία, όπως το γκουγκλ την αυτόματη αναζήτηση πληροφοριών. Από εκεί κι έπειτα, το μόνο που μένει είναι η επιλογή. Καραδοκούμε με αγωνία στη γωνία των φαντασιώσεών μας, για να τσεκάρουμε ποιο κουμπί είναι πιο διαθέσιμο να ξελασκάρει με ευκολία, μετράμε μέχρι το δέκα και προσφέρουμε υπηρεσίες. Στεγνά. Δεν έχει σημασία ο παραλήπτης. Ένας άντρας λειτουργεί με οδηγό τα πρωτόγονα ένστικτά του, όπως και να έχει. Μέχρι που φτάνει η στιγμή, που η ανάγκη για το άλλο μισό γίνεται τόσο πρωτόγονη, όσο και τα γενετήσια ένστικτά μας, αυτά που κάποτε έδιναν εντολές για να χτίσουμε αυτό που ονειρευόμασταν. Είναι η στιγμή που συνήθως αφήνουμε όσα φερμουάρ έχουμε ξεχάσει μισάνοιχτα και επιδιώκουμε να ανοίξουμε μόνο ένα. Γιατί δεν θέλουμε πλέον το ρίσκο και το άγνωστο και το πονηρό και το επικίνδυνο, αλλά το κλισέ και το βαρετό και το καθημερινό και το παντοτινό. Ανάθεμά μας.

Ανάθεμά με αν θυμάμαι την τελευταία φορά που άνοιξα την παλάμη μου, τη γέμισα χρυσόσκονη και την σκόρπισα στον αέρα. Ανάθεμά με αν θυμάμαι την τελευταία φορά, που μου ήρθε να ξεράσω από την ευδαιμονία κι όχι από το πιόμα. Την τελευταία φορά που παραπάτησα πάνω σε ψέμα, σηκώθηκα, το ανέτρεψα και του δίδαξα την αλήθεια. Την τελευταία φορά που φοβήθηκα, αλλά έστειλα στο διάβολο τις αναστολές μου, μαζί με το χαλασμένο κωλοκλιματιστικό της γειτόνισσας. Την τελευταία φορά που έγινα μούσκεμα από ανθρώπινο άγγιγμα κι όχι από τη ζέστη της πρωτεύουσας. Τη στιγμή, έστω και μοναδική αυτή τη φορά, που άφησα μιαν ανάσα να με προδώσει, λίγα κλάσματα πριν καταλάβω πως δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά έτσι. Την τελευταία φορά ή τη μοναδική φορά ή την ανύπαρκτη φορά που περίμενα τον καφέ μου στο κρεβάτι και γινόμουν όλο και πιο υγρός με την ώρα, όχι από σαρκική πονηράδα, αλλά από συναισθηματική εξάρτηση και χαρά. Ανάθεμά με, είναι που δεν αντέχεται τόση χαρά. Ας το πάρουμε απόφαση κι ας αφήσουμε επιτέλους τη χρυσόσκονη για τις γυναίκες. Στα χέρια μας γίνεται σκέτη λάσπη από τον ιδρώτα.

- Είσαι καλά;
- Μια χαρά είμαι, γιατί;
- Έχεις φτάσει κάτω από το σπίτι βρε πουλάκι μου κι έχεις αρχίσει να παραμιλάς πάλι.
- Μια χαρά είμαι.
- Ναι, ξέρω. Προσπάθησε να μη γίνει ρεζίλι τώρα με όλα αυτά που σκέφτεσαι και τα λέμε μετά.
- Να είσαι κοντά μου.
- Πάντα.

Πρώτος όροφος. Όλα θα πάνε καλά. Δεύτερος όροφος. Μπας και είναι η πρώτη φορά που το κάνω; Τρίτος όροφος. Πάει δύο, να δω τι ώρα θα κοιμηθώ και πώς θα ξυπνήσω αύριο. Τέταρτος όροφος. Τι τις ήθελα βραδιάτικα τις περιπέτειες; Ανάθεμά με.

- Καλησπέρα!
- Καλώς τον, τι γίνεται;
- Μια χαρά!
- Άργησες λίγο, το βρήκες εύκολα;
- Ναι, σχετικά εύκολα.
- Πέρνα μέσα, έλα, μην τα λέμε από την πόρτα!
- Ναι, έχεις δίκιο. Γιάννης δεν είπαμε;

2 σχόλια: