Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Ο Κολάρος στη Χώρα των Αποσταγμάτων


Ο Ντίμης ξύπνησε και δεν ένιωθε καλά. Βασικά, καλά ένιωθε, αλλά είχε ένα κακό προαίσθημα. Στην ουσία, ούτε κακό προαίσθημα είχε, απλά η ενέργειά του δεν ήταν ισορροπημένη από το προηγούμενο βράδυ, που τα έπινε. Κοινώς, ξύπνησε με πονοκέφαλο και ένα πρόσωπο πενήντα κιλά. Αλλά ο Ντίμης δεν μασάει, ποτέ δεν μάσησε.

Άνοιξε το ουζερί στη μικρή Βενετία, που το πρωί σέρβιρε και ελληνικό στη χόβολη για τους μερακλήδες ιθαγενείς και τους εκλεκτούς τουρίστες της Σκανδιναβίας, έβαλε μια κασέτα με τα καλύτερα της Μπέσσυ και άραξε μέχρι να δεχτεί τις πρώτες παραγγελίες. Ήταν, δεν θα ήταν 8 το πρωί. Στην δεύτερη γουλιά του πρώτου καφέ της ημέρας έφτασε κι η βοηθός του, η Καιτούλα, που τραγουδίστρια ήθελε να γίνει, αλλά δούλευε εποχιακά, για να βγάλει κάνα χαρτζιλίκι. Μαζί της, έφτασε και μια γάτα καταπράσινη σαν τα νερά της θάλασσας. Αλανιάρα γάτα, κεραμιδόγατα, από αυτές που σε κάνουν ό,τι θέλουν, εάν κι εφόσον το θελήσουν. Αυτές οι γάτες αρέσουν στον Ντίμη. Οι γάτες που δεν μασάνε, που ποτέ δεν μάσησαν.

Την πλησίασε προσεκτικά με έναν ξεραμένο, ουζοποτισμένο μεζέ της προηγούμενης μέρας, μιας και ξέρει πολύ καλά ότι μια τέτοια γάτα δουλεύει με βάση τους κανόνες του αγοραίου έρωτα – αν δεν την τρατάρεις κάτι, δεν έχει χάδια και νιαουρίσματα. Η γάτα πήρε φυσικά τον μεζέ και τον κατάπιε αμάσητο. Άρχισε να την ακολουθεί στα διστακτικά της βήματα, που έλεγαν “Θα σε αφήσω να έρθεις κοντά μου, αλλά με τον δικό μου ρυθμό, σαλτιμπάγκε”, έπαιζε με το βλέμμα και τους ναζιάρικους και θηλυκούς βρυχηθμούς της και ευχόταν να τον αφήσει να ασχοληθεί λίγο μαζί της. Μετά από πολλά δευτερόλεπτα, που στον κόσμο της γραφής πολλά μπορούν να γίνουν, δεν έγινε απολύτως τίποτα. Η γάτα έφυγε. Ο Ντίμης ρεύτηκε δυνατά, αναγκάζοντας ένα τζιτζίκι να φύγει αγανακτισμένο προς εύρεση οξυγόνου, ενώ αναφώνησε σιγανοδυνατά: “Α ρε Κολάρε, μάσησες…”.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σας επισημάνω πως ο ήρωας της ιστορίας μας είναι αλκοολικός. Βασικά, δεν είναι αλκοολικός, μιας και πλέον η οποιαδήποτε ποσότητα τζιν στο συκώτι του λειτουργεί σαν τη συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα νερού για έναν τριαντάρη άντρα. Στην ουσία, πίνει πολύ και του αρέσει. Κοινώς, είναι ένας τελειωμένος Μυκονιάτης του 1983, που σε δέκα χρόνια θα κάνει αιμοκάθαρση και θα παίρνει αναπηρική σύνταξη. Γιατί νομίζει ότι δεν μασάει. Στο ζουμί τώρα…

Ενώ οι πρώτοι τουρίστες έφταναν και ζητούσαν γλυκύ βραστό, η Καιτούλα έτρεχε για να τους προλάβει και σιγοψιθύριζε στιχάκια της Ρίτας, την ίδια στιγμή που ο Ντίμης είχε τελειώσει και τον δεύτερο καφέ και ήταν στην πρώτη γουλιά ούζου, συνοδευόμενο από ντοματούλα και ελιά. Κι ενώ αγνάντευε το πέλαγος, χωρίς σκέψεις κι έγνοιες, μιας και ποτέ δεν είχε, σκάει μύτη η αλανιάρα. Αλλά αυτή τη φορά με θράσος περίσσιο! Του στριμώχτηκε στα πόδια, του έτριβε τις μουσούδες της και του γρύλιζε αισθησιακά να την ακολουθήσει. Κι ο Ντίμης σηκώθηκε σαν ένα τυπικό θύμα χαζογκόμενας, έδωσε μια χαζοεντολή στην Καιτούλα, που σιχτίριζε κάθε φορά που τον άκουγε, γύρισε την πλάτη κι άρχισε να κυνηγάει την γάτα σαν χαζό μικρό παιδί.

Πάνω στο παιχνίδι, η πράσινη γάτα χανόταν κι εμφανιζόταν, λες και την έτρωγε ο χρόνος για λίγα δέκατα του δευτερολέπτου. Ο Ντίμης όμως, που είχε πιει λιγάκι, δεν έπαιρνε χαμπάρι και πολλά. Αυτά τα έβλεπα εγώ, που τα βλέπω όλα. Στα αριστερά της μικρής Βενετίας, πιο πέρα κι απ’ τους Μύλους, η γάτα άρχισε να πηδάει κάτι σκάμματα και να χάνεται από το οπτικό πεδίο του. Κάποια στιγμή έπεσε σε μια τρύπα. Ο Ντίμης σκόνταψε πριν την τρύπα, έπεσε βεβιασμένα στα τέσσερα, που είχε καιρό να πέσει, πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλασε από τον φόβο του και αναφώνησε: “Θα σε σώσω, μωρή αλανιάρα, θα σε σώσω”. Και βούτηξε με κλειστά μάτια, αποδεικνύοντας στον εαυτό του και σε κάθε αναγνώστη πως δεν μασάει.

Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να αναφέρω πως η οποιαδήποτε ομοιότητα με κάποια γνωστή ιστορία ενός Λαγού και μιας Αλίκης σε κάποια Χώρα των Θαυμάτων είναι καθαρά συμπτωματική, μιας και όλοι γνωρίζουμε πως το παιδικό αυτό παραμύθι δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια φαλοκρατική ιστορία ενός παιδεραστή που έγραψε με τον πιο αθώο τρόπο ένα έπος στύσης, εκσπερμάτισης κι επαναφοράς. Και ξανά στο ζουμί…

Ο Ντίμης άνοιξε τα μάτια του και βρέθηκε σε ένα τεράστιο εργαστήριο, που δεν μπορούσε να καταλάβει τι είναι. Μεγάλα βαρέλια, τσίγκινες δεξαμενές, οσμή από σταφύλια, ζαχαροκάλαμα και γλυκάνισο, μποτίλιες μισογεμάτες, γεμάτες και άδειες, άστατα τοποθετημένες σε υπερυψωμένα σκαλιά στους τοίχους κι όλα αυτά με θέα το Αιγαίο. Ήταν η στιγμή που έσταξε από το κάμπριο ταβάνι του εργαστηρίου μια σταγόνα ούζου και κύλησε στο πάνω του χείλος. Αυτό ήταν, βρισκόταν σε κάποιο εργαστήριο αποσταγμάτων. Ένα εργαστήριο, στο οποίο δούλευαν μόνο γάτες. Αλανιάρες και αισθησιακές. Γάτες που δεν μάσησαν ποτέ στη ζωή τους.

Ο Ντίμης ήξερε πως δεν είχε πάει εκεί για διασκέδαση, αλλά για να σώσει τη γάτα του. Αψηφώντας λοιπόν τις μυρωδιές και κλείνοντας τη μύτη του με τα δυο του δάχτυλα, άρχισε να περπατάει γρήγορα, προσπαθώντας να ολοκληρώσει την επιχείρηση “Διάσωση”. Οι γάτες δεν του έδιναν σημασία κι αυτό τον βόλευε, αφού κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, χωρίς να κινδυνεύει. Ξαφνικά, άλλη μια σταγόνα έπεσε στο μάτι του και πριν προλάβει να κοιτάξει πάνω, άλλη μία έσταξε μέσα στο ανοιγμένο σαν χάνου στόμα του. Άλλη μία έπεσε δίπλα του, άλλη μία παραδίπλα του, άλλη μία στο πόδι του, άλλη μία στην άκρη της βουλωμένης μύτης του και ξαφνικά άρχισε να μυρίζει ο τόπος ούζο. “Εισβολέας”… ακούστηκε από μακριά κι όλες οι γάτες άρχισαν να κουνούν τις μουσούδες τους παράξενα. Οι ψιχάλες άρχισαν να γίνονται έντονες. Τα σύννεφα έγιναν διάφανα κι άρχισαν να βρέχουν ούζο ασταμάτητα, αλλά μόνος εκείνος είχε πανιάσει από τη βροχή. Γύρω του μαζεύτηκαν πολλές γάτες, στεγνές και λαίμαργες, φωνάζοντας “Εισβολέας, εισβολέας”… “Πιάστε τον, να σταματήσει η ουζοβροχή, καταστρεφόμαστε”… “Πιάστε τον και πάρτε του την οσμή”… Κι ο Ντίμης έκλασε πάλι από τον φόβο του.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σας πω ότι στο εργαστήριο των αποσταγμάτων δεν υπάρχει οσμή. Καμία γάτα δεν μπορεί να μυρίσει, καμία γάτα δεν μπορεί να γευτεί κι όλα γίνονται μηχανικά. Δεν βρέχει ποτέ εκεί, εξού και το κάμπριο της οροφής, αλλά όταν εισβάλλει κάποιος, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος, για να καταλάβουν οι γάτες ότι πρέπει να προστατεύσουν τη χώρα τους και να του αποσπάσουν την οσμή. Στο ψητό πάλι…

Μετά από περίτεχνες κινήσεις, γατίσιες, από αυτές που δεν τις παίρνεις χαμπάρι, ο Ντίμης βρέθηκε καθήμενος σε ένα βαρέλι γεμάτο κρασί κόκκινο. Δεν ήταν δεμένος, αλλά γύρω του ήταν στημένες τουλάχιστον 13 γάτες και η κάθε μία κρατούσε ένα γεμάτο μπουκάλι ούζο, που όλα μαζί στόχευαν κατευθείαν στη μύτη του. Μην με ρωτήσετε πώς γίνεται αυτό, μαγεία. Ο ουρανός άρχισε να καθαρίζει, ενώ το ούζο που είχε βρέξει, μπήκε σε μποτίλιες και πετάχτηκε στην πράσινη θάλασσα του αψεντιού. Ήταν τότε που ο αρχηγός της χώρας άρχισε να διαπραγματεύεται την οσμή του Ντίμη…

-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων ζητά να μάθει πώς έφτασες μέχρι εδώ.
-        Μια γάτα, αυτή φταίει, μια γάτα αλανιάρα. Αυτή σκόνταψε κι εγώ έπεσα να τη σώσω, αυτής την οσμή πρέπει να πάρετε.
-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων γράφει στα πρακτικά “Έγκυρο”. Και ζητά να μάθει από πού είσαι.
-        Είμαι από την Ελλάδα, από τα νησιά και πουλάω ούζο σε τουρίστες. Δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν, θέλω απλά να γυρίσω πίσω, έχω αφήσει την Καίτη μόνη της.
-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων γράφει στα πρακτικά “Έγκυρο”. Και ζητά να μάθει ποια είναι η Καίτη, πριν σου πάρει την οσμή. Νιαρ…
-        Η Καίτη είναι η βοηθός μου, αλλά την άφησα πίσω, αλήθεια. Μην μου πάρετε την οσμή, σας παρακαλώ.
-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων γράφει στα πρακτικά “Έγκυρο”. Και τώρα, γατιά, ψηλά τις μποτίλιες. Σημαδέψτε στη μύτη του και…
-        Την οσμή σας, θα σας δώσω την οσμή σας! Χαρίστε μου την οσμή και θα σας επιστρέψω τη δική σας. Ε; Τι λέτε κύριε της χώρας;
-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων γράφει στα πρακτικά “Άκυρο”. Δεν μπορεί να γίνει αυτό, κανείς δεν το έχει καταφέρει μέχρι τώρα, γιατί να σε πιστέψουμε, κακόμοιρε θνητέ;
-        Γιατί είναι αλήθεια. Αρκεί να βρείτε τη γάτα που με έφερε εδώ, αυτή ξέρει πώς να επιστρέψουμε πίσω. Και τότε θα έχετε πάλι την οσμή σας και την ελευθερία σας.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονίσω πως σε όλη αυτή τη διάρκεια η κεραμιδόγατα παραμένει άφαντη. Ή καλύτερα κρυμμένη.

-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων γράφει στα πρακτικά “Κενό”. Δεν καταλαβαίνω τι λες.
-        Βρείτε τη γάτα που με έφερε εδώ, αυτό σας λέω…

Κι κείνη τη στιγμή ακούγεται ένα “χικ”. Λίγοι το παίρνουν χαμπάρι όμως, αφού μιλούν για το πώς θα αντιμετωπίσουν τον παράξενο εισβολέα. Ο Ντίμης ωρύεται και τους παραπέμπει να κάνουν ησυχία. Καθώς ησυχάζει η ατμόσφαιρα, ο Ντίμης κρατιέται να μην αεριστεί πάλι από τον φόβο του και τότε ακούγεται ένα ”χικ-χικ”, διπλό αυτή τη φορά. Ο ήχος ερχόταν από τις 13 γάτες με τις μποτίλιες. Στην πλήρη ησυχία, ένα τέταρτο “χικ” ακούστηκε από τον δέκατο τρίτο γάτο, που προφανώς ο ουζομεζές που είχε αρπάξει με μανία τον είχε πειράξει. Ξάφνου, οι δώδεκα υπόλοιποι έστρεψαν τις μποτίλιες πάνω του με μίσος. Ο προδότης εντοπίστηκε.

Ο Ντίμης κι η γάτα, που τελικά ήταν γάτος, έκατσαν δίπλα-δίπλα και εξιστόρησαν τον τρόπο που έφτασαν εκεί κάτω, αλλά και τον τρόπο που ο γάτος είχε βρει την έξοδο από τη Χώρα των Αποσταγμάτων για τα νησιά του Αιγαίου. Ο αρχηγός έμεινε με την ουρά τεντωμένη στο άκουσμα όλων αυτών, δεν μπορούσε να αρθρώσει νιαρ. Η αποστολή τώρα δεν ήταν να πάρει την οσμή του εισβολέα, αλλά να επισκεφτεί τη Γη της Επαγγελίας και να διαπιστώσει κι ο ίδιος αν πραγματικά μπορεί να ξαναμυρίσει, έστω για μια φορά ακόμα στην εφτάψυχη ζωή του. Η εντολή δόθηκε, οι γάτες οπλίστηκαν με μποτίλιες, οπλισμένες κατά των μυτών του εισβολέα και του προδότη και ξεκίνησαν το βάδην για τη μαγική έξοδο. Τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται.

Η γάτα, που τελικά ήταν γάτος, τους οδήγησε στην άλλη άκρη της Χώρας των Αποσταγμάτων, σε ένα χαντάκι πλημμυρισμένο με ούζο πλέον από τη βροχή. Το χαντάκι περνούσε κάτω από ένα γεφυράκι και γινόταν ένα με την πράσινη θάλασσα του Αψεντιού. Τώρα που το χαντάκι ήταν πλημμυρισμένο με ούζο, δεν χρειαζόταν καν να τα περπατήσεις μέχρι τη θάλασσα, βούταγες μέσα και εντός ολίγων δευτερολέπτων, έβγαινες στο πράσινο και χανόσουν για πάντα. Μία –μία η γάτα βούταγε και χανόταν. Βουτιά και χάσιμο, βουτιά και μαγεία. Στη μέση της αποστολής ο Ντίμης κι η γάτα, που τελικά ήταν γάτος. Και στη συνέχεια οι υπόλοιποι της στρατιάς με τις μποτίλιες. Μέχρι που χάθηκαν όλοι. Και μέχρι που εμφανίστηκαν πάλι, αλλά αλλού.

Ο Κολάρος ένιωσε τόση ανακούφιση με το που είδε ομπρός του τους Μύλους, που – μαντέψτε – αερίστηκε. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε να αντιμετωπίσει γάτους που δεν μυρίζουν και στιγμιαία ακούστηκαν διαολεμένα νιαρς αηδίας και εμετού. Η έντονη μυρωδιά του ούζου από τις μποτίλιες ανάγκασε τη στρατιά να τις πετάξει μακριά με ηλεκτρισμένες τις ουρές, εκεί που τις μαζέψανε κάτι φτωχά τουριστάκια, που έπιναν μπύρες σε κουτάκια στην ακροθαλασσιά. Οι γάτες μύριζαν και δεν ήξεραν πώς να το διαχειριστούν.

Ο ιδιοκτήτης ουζερί πήγε στο μαγαζί του αλαφιασμένος, ζήτησε συγνώμη από την Καιτούλα, που είχε ρέψει από την κούραση ολομόναχη, πήρε μερικά αποφάγια καλοζωισμένων Αθηναίων και τα πήγε άρδην στις απεγνωσμένες γάτες, που μύριζαν πλέον τα πάντα. Τα κεφαλάκια από τις τσιπούρες και τα μισοδαγκωμένα μαλάκια έκαναν τα αιλουροειδή να χορεύουν από τη χαρά τους, ενώ μερικά από αυτά έγλειφαν κάθε λίγο και λιγάκι το τρίχωμά τους, για να αποβάλουν τις μυρωδιές από τη Χώρα των Αποσταγμάτων. Ο αρχηγός τους ευχαρίστησε θερμά των Ντίμη που τους έσωσε από την αοσμία με ένα αρχοντικό και καθόλου αλανιάρικο νιαρ, ενώ ο ήρωάς μας υποσχέθηκε να μην τους αφήσει ποτέ νηστικούς. Δεν μάσησε, την τήρησε την υπόσχεσή του για όσο έζησε. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς έτσι κι έτσι.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σας πω ότι η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Ο Ντίμης Κολάρος κατέστρεψε τα νεφρά του πολύ γρήγορα, αλλά βρήκε πολλούς τρόπους να πηγαινοέρχεται σε άλλους κόσμους και να ζει περιπέτειες, οπότε δεν τον ένοιαξε ποτέ. Οι γάτες έζησαν και τις εφτά ζωές τους στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία επισκέφτηκαν όλα ένα προς ένα, ενώ η Καιτούλα έκανε καριέρα ως τραγουδίστρια πρώτου μεγέθους στα μπουζούκια της Αθήνας με λαμπρή δισκογραφία. Ο Ντίμης ήταν φυσικά και πάντα πρώτο τραπέζι πίστα σε κάθε της εμφάνιση. Για την πάρτη του η Καιτούλα τραγούδησε “Κι αν ξυπόλυτη σερβίρω”.