Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Βουτιά με το σακάκι.


Το χρονικό της αφήγησης είναι ασαφές και συγκεκριμένο, όπως και το ίδιο το θέμα της. Αλλά ας μην επικεντρωνόμαστε σε κουτές λεπτομέρειες. Άλλωστε, το υποσυνείδητο είναι πιο γοητευτικό από την πραγματικότητα. Τι έλεγα; Α, ναι, για το χρονικό. Είναι κάποια στιγμή του τώρα με καλοκαίρι, σε κάποια γεωγραφική θέση που δε νοώ να προσδιορίσω, αλλά τελικά είναι κοντά στο πατρικό μου. Κάνω διακοπές με τα άλλα δύο αρσενικά της οικογένειας και η παραλία μοιάζει με έναν χωροχρόνο, που μπορεί να γίνει μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα η Γη Της Επαγγελίας. Μπροστά μου το πιο όμορφο πλάσμα αυτής της Γης, ανοιχτόχρωμο, λεπτό, ευγενές και διψασμένο. Και μου το δείχνει και προσπαθώ να το παλέψω για να το αποδεχτώ, αλλά τελικά το κάνω με ένα χαμόγελο. Αυτό, μέσα σε μια παρόρμηση αλμύρας, πατρικής έλλειψης ανοχής και φόβου, καταλήγει σε φευγιό και κυνήγι μετά μανίας. Μόνο που δεν μπορώ να κρυφτώ πουθενά, γιατί το υποσυνείδητό μου, μου επιβάλει να φανώ, όχι να κρυφτώ. Σαν το βήχα. Και τελικά το αποδέχομαι και βήχω. Βήχω ανελέητα, τρέχω, αλλά είμαι cool. Κι ας με κυνηγούν τα αρσενικά της οικογένειας για τη νέμεση ενός πονηρού χαμόγελου.

Βρίσκω καταφύγιο σε φίλους, αλλά αποδεικνύεται ότι κι εκεί θα πρέπει να περιμένω την τιμωρία. Η υποστήριξη σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι κάτι σαν το κρεμμύδι στο σουβλάκι. Το τρως με απόλαυση και μόλις σκουπίσεις το στόμα σου, βλέπεις τον έρωτα της ζωής σου. Και άντε να ξεφύγεις από την ενοχή και να ζητήσεις τα ρέστα από τη θεία δίκη. Αφού δεν μπορώ να βρω καταφύγιο σε φίλους, βρίσκω καταφύγιο σε ένα αμάξι που δεν ξέρω να οδηγώ, αλλά το κινώ μονάχος με νύχια και με δόντια και με την επιθυμία μου αμόλυβδη. Κοιμάμαι εκεί, τρώω εκεί. Μέχρι που με βρίσκει ο αδερφός μου και με παροτρύνει να με πάρει μαζί του στη Γη Της Επαγγελίας. Πώς θα πάω όμως εκεί; Με τι μούτρα; Και πώς θα αντιμετωπίσω αυτούς που δεν θέλουν να με αντιμετωπίσουν; Jamais. Καλύτερα μόνος και με το σουβλάκι στο χέρι.

Αν όχι για το κοινό, πρέπει να πάω στη Γη Της Επαγγελίας όμως για μένα. Έτσι θυμάμαι πως σκέφτηκα τουλάχιστον, μπορεί να μεσολάβησε και κάτι άλλο και να λείπει από το παζλ. Φοράω το μαγιό μου, από πάνω ένα δροσερό καλοκαιρινό κοστούμι και κατηφορίζω στην παραλία. Θεέ μου! Λες να φαντάζομαι το δράμα του Sebastian Venable και να με κατασπαράξουν, για να μου πάρουν τα λεφτά; Πολλές ταινίες βλέπω, ας συνεχίσω να προχωράω. Προσπερνώ τους πρώην φίλους και τα αρσενικά της πρώην οικογένειάς μου και πέφτω στη θάλασσα. Εξιλέωση.

Κάνω βουτιές συνέχεια και χαζογελάω με τα μισοτελειωμένα κορμιά που παίζουν και τινάζουν τα πόδια τους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μου αρέσει αυτός ο καμβάς, τη βρίσκω μαζί του. Βγάζω τα παπούτσια μου. Ο κόσμος είναι πολύς, αλλά για έναν λόγο που δεν φαίνεται καθόλου περίεργος, δεν με ενοχλεί καθόλου που γύρω μου δεν υπάρχει ψυχή. Παίρνω ανάσα, ξαναβουτάω, ξαναγελάω με το θέαμα, βγάζω το παντελόνι μου. Διακρίνω μια ανθρώπινη μορφή να πλησιάζει, αλλά δε δίνω σημασία, γιατί με την ηλιοφάνεια δεν μπορώ να δω καθαρά. Βγάζω το πουκάμισο, βουτάω και ξαναβγάζω λέπια. Βγαίνω απότομα, γιατί την ώρα που πάω να ξεφορτωθώ το σακάκι μου, με αποσπά ένα χέρι πάνω στον ώμο μου. Αντιδρώ, σφουγγίζω τα μάτια μου, κάνω καπελάκι με την παλάμη και βλέπω το ανοιχτόχρωμο, λεπτό, ευγενές και διψασμένο πλάσμα. Μόνο που αυτή τη φορά μοιάζει τόσο πολύ σε μένα, που φοβάμαι. Φοβάμαι, αλλά νομίζω ότι εκεί θέλω να καταλήξω. Και αφήνομαι σαν να μην υπάρχει αύριο με άλλο ένα γαμημένο χαμόγελο.

Θεέ μου! Είμαι τόσο αλαζόνας που ερωτεύτηκα τον εαυτό μου στο χρονικό ενός ονείρου ή τόσο έτοιμος να τον αντιμετωπίσω επιτέλους στο χρονικό μιας πραγματικότητας;

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Ταξίδι στη Μάνη.

Η πρώτη μεγάλη μνήμη που έχω σφηνωμένη στο σακάτικο μυαλό μου είναι η πρώτη φορά που πήρα αγκαζέ τις πρώτες γυναίκες της ζωής μου, τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, μαζί με τον αδερφό μου και πήγαμε στη Μάνη. Αυτό ήταν και το πρώτο μου μεγάλο βήμα στον έξω κόσμο, έτσι όπως τον είχα πλαισιώσει στις παιδικές φαντασιώσεις των τεσσάρων μου χρόνων. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι όλη η ζωή μου είναι μια λούπα αυτών των ημερών, από το πιο σημαντικό μέχρι το πιο σαχλό.

Στο λεωφορείο ήμασταν ξάπλα στα καθίσματα και όταν ερχόταν η στιγμή να κοιμηθούμε, απλώναμε πικέ κουβέρτες στον διάδρομο και κάναμε τους χίπηδες σε ένα μεταγενέστερο και πιο φολκλόρ φεστιβάλ Woodstock. Εγώ κι ο αδερφός μου ήμασταν οι ροκ σταρ και η μητέρα με την γιαγιά οι groupies, οι οποίες μάλιστα ακολουθούσαν σε κάθε παραξενιά και απαίτησή μας. Όταν, δε, κατεβαίναμε για φαγητό στις καθιερωμένες στάσεις που κάνουν οι γραμμές των ΚΤΕΛ ακόμα και σήμερα, τρέχαμε στις τουαλέτες για να πάρουμε σειρά προτεραιότητας, όπως ακριβώς κάνουμε και στις συναυλίες, ανάμεσα στο opening act και το main act. Γνήσια παιδιά ενός κατώτερου Θεού, θα έλεγε κανείς.

Η διαδρομή από το σπίτι μας μέχρι το πρώτο παντοπωλείο ήταν γεμάτη χώμα και λάμπες, που έσβηναν μετά από κάποια ώρα το απόγευμα. Εκεί με έστελνε η γιαγιά μου για να πάρω ψωμί και τα σχετικά, ενώ δεν είχε ποτέ ξεστομίσει λέξεις που θα σχημάτιζαν προτάσεις τύπου «δεν θα πας τώρα, είναι νύχτα». Εξού και το γεγονός ότι το βράδυ λειτουργώ καλύτερα, είμαι πιο ήρεμος, πιο δημιουργικός και δεν επικαλούμαι ποτέ την ανάγκη μου για ξημέρωμα. Στο σκοτάδι γίνονται τα πιο επικίνδυνα αλλά και τα πιο όμορφα πράγματα, θα πει εύλογα κάποιος. Εγώ προτιμώ μέσα στο σκοτάδι να διακρίνω φως, να διακρίνω λέξεις και ιστορίες και να περνάω τις πιο ευλογημένες μου στιγμές.

Από την άλλη πλευρά του σπιτιού, ο δρόμος οδηγούσε στο σπίτι της θείας μου της Κατίνας. Κι αυτός ο δρόμος ήταν γεμάτος χώμα και πήγαινα εκεί κάθε μέρα για να φάω πατάτες τηγανιτές και να το παίξω μικρομέγαλο, συνομιλώντας με τους θείους μου για πράγματα που ποτέ δεν γνώριζα και ποτέ δεν με ενδιέφεραν. Οι κουβέντες μου όμως ήταν για κάποιον λόγο αρεστές και μου άρεσε να το παίζω ξερόλας. Ακόμα και σήμερα, πάντα δείχνω ότι γνωρίζω πιο πολλά από όσα πραγματικά ξέρω και αυτό με έχει βοηθήσει πολλάκις, κυρίως στα επαγγελματικά μου. Ένας θεός ξέρει πόσοι άνθρωποι με έχουν εμπιστευτεί, χωρίς να ξέρουν ότι δεν ξέρω, αλλά στην πορεία, με σκληρή μελέτη, τους απέδειξα ότι σωστά πίστεψαν πως ξέρω και εκ των υστέρων τους απέδειξα ότι όντως ήξερα, χωρίς πραγματικά να ξέρω ποτέ τίποτα. Ίσως αυτή να είναι και η δική μου σοφία μέσα στα χρόνια.

Κάποια στιγμή, μέσα σε όλες τις μέρες που έμεινα στη Μάνη, μου έκατσε να αγοράσω χαρτομάντιλα. Δεν ξέρω ποια ήταν η βαθύτερη αιτία που είχα ανάγκη κάτι τέτοιο, αλλά μάλλον είναι κάτι σαν την ανάγκη ενός παιδιού να μασάει τα φύλλα από τις γλάστρες ή την εμμονή του να βγαίνει βόλτα στην πλατεία του χωριού το καλοκαίρι και να μαζεύει τζιτζίκια από τα δέντρα (ένοχος). Κανένα όφελος, όπως και να ‘χει. Πήγα λοιπόν μια εκδρομή με τον παππού μου και τη δίδυμη αδερφή του, που είχε έρθει για λίγες μέρες (ορκίζομαι ότι όταν είδα αργότερα τη Sophia Lauren, πίστευα ότι αυτή με πήγε εκδρομή) και σταματήσαμε για να πάρω επιτέλους τα αναθεματισμένα χαρτομάντιλα. Δεν μου έφτανε όμως αυτό. Ξαφνικά είχα την ανάγκη να πάρω κι ένα νεροπίστολο. Όχι για να παίζω με τον αδερφό μου, αλλά για να έχω κάτι που κανένα άλλο παιδάκι στο χωριό δεν είχε. Πίστευα ότι το να ζηλεύω κάτι από κάποιον δεν είναι καλό και πάντα προτιμούσα να διαλέγω κάτι που δεν έχει ο άλλος, για να τον αναγκάσω να με ζηλεύει εκείνος. Κι όταν το κατάφερνα, ήμουν ευτυχισμένος.

Σε άμεση σχέση με τη διόλου ευκαταφρόνητη αγορά μου παρέα με τη σχεδόν-ντίβα-του-ιταλικού-κινηματογράφου θεία μου, η σχέση μου με τα άλλα παιδιά στο χωριό ποτέ δεν ήταν καλή. Δεν ήταν κακή, μιας και ήμουν πάντα ευγενικό παιδάκι, αλλά ποτέ δεν ήταν και η πιο επιθυμητή για μια μάνα όπως η Señora Κούλα. Έπρεπε πάντα να κάνω τον εαυτό μου να διαφέρει με κάθε τρόπο. Αυτό ξεκίνησε με τις σκισμένες σελίδες τετραδίων, όταν έκανα ορθογραφικό λάθος και συνέχισε με τη δική μου ανάγκη να διαφέρω από όλους. Αλλά επειδή ένα παιδί δεν ξέρει ποτέ πώς να το κάνει αυτό, προτίμησα επί πολλά συναπτά έτη να μην κάνω απολύτως τίποτα. Μονάχος πορεύεται κανείς στον έρωτα, στη δόξα και στο θάνατο. Ε, για να είμαστε δίκαιοι και στα παιδικά του χρόνια. Κι όποιος νιώθει το αντίθετο, τότε δεν πέρασε ποτέ πραγματική παιδική ηλικία, χωρίς στιγμές πλήρους απεξάρτησης από τον κόσμο.

Τα πρώτα μου μπάνια στη Μάνη δεν έγιναν ποτέ, γιατί δεν υπήρχε παραλία εκεί κοντά. Το πιο κοντινό σημείο για πλατσούρισμα ήταν κάτι βράχια δίπλα σε ένα λιμάνι. Αλλά θα μου πεις, πού στη Μάνη έχει παραλίες και όχι βράχια; Σωστά. Πάντα όμως ήθελα να μάθω να κάνω βουτιές από ψηλά και να δω πώς είναι ο βυθός, όταν σκας με τη μούρη enface στην αλμυρή επιφάνεια. Τελικά, δεν το έμαθα ποτέ. Αντίθετα, έμαθα πάντα να φοβάμαι τα ύψη και να έχω πρόβλημα με τα άκρα, μιας και πάντα πίστευα ότι έχω την τάση να πέσω (οπουδήποτε). Ακροφοβία μου είπαν αργότερα ότι λέγεται αυτό και εγώ είπα εντάξει, κάτι ξέρετε περισσότερο.

Μπορεί να μην έμαθα να πέφτω με τα μούτρα στη θάλασσα, έμαθα όμως να πέφτω με τα μούτρα στις εικόνες. Πάντα ήμουν εικονικός τύπος. Ακόμα και τα μαθήματα στο σχολείο τα μάθαινα οπτικά και όχι βασισμένος στη μνήμη μου ή την ικανότητα να αποστηθίζω. Αυτό ξεκίνησε λοιπόν την περίοδο που πήγαινα με τη γιαγιά μου για να μαζέψουμε κρεμμύδες, για να μας φτιάξει αργότερα τις υπέροχες κρεμμυδόπιτες που μόνο αυτή γνωρίζει. Ανεβαίναμε λοιπόν σε πλαγιές που ήταν γεμάτες ελαιόδεντρα, χωνόμασταν ανάμεσά τους και ξεκινούσαμε τις περιπλανήσεις για να διαλέξουμε τις πιο μυρωδάτες κρεμμύδες αλλά και τα πιο γερά ξερόχορτα, για να τις τυλίξουμε. Αυτή ήταν και μια από τις πιο μαγικές εικόνες που έχω καταγράψει ποτέ στο μυαλό μου, γιατί η ζέστη δεν απέτρεψε τη βροχή, αυτή δεν απέτρεψε το πρώτο μου ουράνιο τόξο, αυτό δεν απέτρεψε τις πιο ωραίες πίτες που έχω φάει στη ζωή μου και αυτές με τη σειρά τους δεν απέτρεψαν την αλλεργία μου στη γύρη της ελιάς, όταν βρίσκομαι κοντά σε ελαιόδεντρα. Αντιθέτως, τρελαίνομαι ακόμα για τον καρπό τους.

Υπήρχαν και δύσκολες στιγμές όμως. Και αυτές έρχονταν αργά το βράδυ, όταν η μητέρα μου ήθελε να πάει βόλτα με τα ξαδέρφια της και τις κοπέλες τους. Τότε, αισθανόμουν την εγκατάλειψη και ωρυόμουν και έκλαιγα και έβριζα και έσκιζα τα χαρτομάντιλά μου και δεν με ένοιαζε να κάνω βουτιά από ψηλά και δεν έδινα καμία σημασία αν είμαι ο πιο έξυπνος του χωριού (κυριολεκτικά) και δεν μου άρεσε να το παίζω ροκ σταρ σε συναυλία. Εκεί το έπαιζα παιδί τεσσάρων χρονών, που δε θέλει να μάθει, δε θέλει να διορθωθεί, δε θέλει να βρεθεί γιατί είναι χαμένο, δε θέλει να φάει όλες τις κρεμμυδόπιτες, δε θέλει να είναι σκληρό γιατί ξέρει ότι είναι αδύναμο, αλλά θέλει οπωσδήποτε να αγαπηθεί. Κι είναι αυτό που τελικά όλοι κουβαλάμε από πάντα και για όλους τους λόγους.

Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι ένα παιδί διαμορφώνει την προσωπικότητά του μέχρι τα πέντε του χρόνια. Από εκεί κι έπειτα, η ζωή του είναι μια διαρκής επιβίωση και εκπαίδευση, μέχρι την τελευταία πνοή της ζωής του. Αν η ζωή είναι με κάποιον μαγικό τρόπο η λούπα των παιδικών μας χρόνων, τότε εγώ ζω καθημερινά αυτό το ταξίδι στη Μάνη.

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι είναι αληθινή ιστορία.


“Τα ρεκόρ είναι για να σπάνε”, λέει ο κανόνας κι αυτό πιστοποιούν και οι αθλητές του στίβου τα τελευταία χρόνια. Θα έρθει όμως η στιγμή που οι τιμές των ρεκόρ θα πέσουν σε εξωπραγματικά επίπεδα; Θα σπάσει το φράγμα και των 9 δευτερολέπτων στα 100 μέτρα; Οι απαντήσεις είναι θετικές, αλλά εξίσου εξωπραγματική είναι και η χρονολογία. Ο Αμερικανός ερευνητής, Τζον Μπρένκους, κατέγραψε σε ένα βιβλίο, που ονόμασε «The Perfection Point» (το σημείο τελειότητας), τα αποτελέσματα της σχετικής έρευνάς του. Βάσει αυτής, κάποιος αθλητής θα μπορέσει να τερματίσει στην κούρσα των 100 μέτρων σε 8.99 δευτερόλεπτα το 2909, δηλαδή σε 899 χρόνια.

«Δεν είναι μόνο ο αθλητής. Έχει να κάνει με φυσική και βιολογία, το περιβάλλον και τον εξοπλισμό του. Εκτός από αυτά, υπάρχει και ο τομέας της ψυχολογίας του αθλητή. Πιστεύω η επίδοση που θα αποτελέσει τον περισσότερο καιρό παγκόσμιο ρεκόρ θα είναι 9.01 δευτερόλεπτα, διότι οι αθλητές θα πρέπει να αντιμετωπίσουν και το ψυχολογικό βάρος των 9 δευτερολέπτων», είπε ο Μπρένκους…

Το ανθρώπινο γένος είναι τόσο αλαζονικό, που έχει ως μοναδικό μέλημά του να ξεπερνά τον εαυτό του. Να γίνεται πιο δυνατό, πιο όμορφο, πιο ανταγωνιστικό με τη φύση, πιο έτοιμο να φτάσει στο τέλειο και το Θείο. Έτσι μάθαμε από τους προκατόχους μας (ο πολιτισμός μας είναι ο πιο λαμπρός), έτσι μάθαμε από τους γονείς μας (ο κανακάρης μου είναι ο πιο έξυπνος), έτσι μάθαμε από το πολιτικό γίγνεσθαι (θα… θα… θα…), έτσι μάθαμε από τη γιαγιά μας (πάρε εκατό ευρώ να πιεις μια πορτοκαλάδα), έτσι μάθαμε από τις σειρές στην τηλεόραση (καταραμένο κονσερβοκούτι), έτσι μάθαμε από τη γυμναστική ομάδα (νίκη και μόνο νίκη), έτσι μάθαμε και από τους δασκάλους μας και αδυνατούμε να διαβάσουμε ένα λογοτεχνικό βιβλίο, γιατί το έχουμε συνδέσει με τη ρουτίνα και τα βάσανο της παπαγαλίας. Λες και θα μας εξετάσει κάποιος και θα μας βάλει βαθμό αν δεν γνωρίζουμε σε ποια νουβέλα είναι πρωταγωνιστής ο Ιαβέρης.

Έτσι όμως μάθαμε και από την πεμπτουσία όλων αυτών – τη θρησκεία. Πώς μπορεί κάποιος να απέχει από το να γίνει ανταγωνιστικός, από τη στιγμή που όλη μας η ζωή είναι μια ακατάπαυστη διδαχή για να φτάσουμε το ‘τέλειο’ και το ‘Θείο’; Πώς μπορούμε να ζήσουμε με σεμνότητα και πραότητα και πίστη και αγάπη και ταπεινότητα και μέτρο και συναίσθηση του αποπροσανατολισμού, όταν όλη μας η ζωή πνίγεται από έναν και μόνο φόβο – να μην καούμε στο πυρ το εξώτερον; Ξέρω, θα αντιδράσουν πολλοί με αυτή τη λογική, αλλά δυστυχώς κανείς δεν μπορεί να αποδείξει το αντίθετο. Και δεν εννοώ με γραφτά, αλλά με πράξεις. Καθημερινές, αυτές που κάνουμε από τη στιγμή που θα ρίξουμε το πρώτο κατούρημα της ημέρας μέχρι αυτές που επιδιώκουμε τη στιγμή που πάμε να πούμε καληνύχτα, αλλά τελικά εννοούμε κάτι άλλο.

Είναι προτιμότερο να πάρουν 899 χρόνια λοιπόν για να σπάσει κάποιος το φράγμα των 9 δευτερολέπτων στο τρέξιμο (το ξέρω ότι το απαξιώ με αυτό τον όρο, εξυπηρετεί τη φαιά ουσία του γραπτού όμως), παρά να παλέψουν όλοι για την κατάντια της καθημερινότητάς μας. Και ποια είναι αυτή; Έλα τώρα, ρίξε μια ματιά γύρω σου και θα καταλάβεις. Αρκεί να φοράς γυαλιά ηλίου, αυτό που θα ‘δεις’ μπορεί να προκαλέσει ολική τύφλωση και απαξιωτική, εμετική αηδία. Είναι προτιμότερο να πάρεις αύξηση, παρά να βοηθήσεις μια γιαγιά να περάσει το φανάρι. Είναι προτιμότερο να αλλάξεις κούρεμα, παρά να πας το σκυλί σου στο γιατρό που έχει να φάει τρεις μέρες. Είναι προτιμότερο να αναλάβεις την ευθύνη να στενέψεις το καινούργιο σου παντελόνι για τα Σάββατο, παρά να δώσεις στον πρώτο άστεγο που θα βρεις το προπέρσινο τζάκετ που δεν σου κάνει. Πόσα πράγματα γίνονται επιτέλους προτιμότερα με τελικό σκοπό να προτιμήσεις εσένα και μόνο; Και να φανταστείς ότι όλα είναι θέμα επιλογών, κανείς δεν σε αναγκάζει για τίποτα.

Ας είναι η τελειότητα ο σκοπός λοιπόν. Κι ας είναι η επιλογή το μακάβριο “οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος”. Αλλά ξέχασα, δεν πιστεύουμε σε αυτά εμείς, εμείς είμαστε καλοί χριστιανοί, που πάντα βάζουμε μπροστά την αγάπη. Αν λοιπόν έβλεπες έναν ταπεινό συνάνθρωπό σου στο μετρό να διατυμπανίζει ότι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο είναι η αγάπη, ξέρεις τι θα έκανες; Θα γέλαγες μέχρι δακρύων και σε καμία περίπτωση δεν θα του έδινες το παλιό σου τζάκετ. Δεν είναι η πραγματικότητα που δεν μπορείς να δεις γιατί δεν υπάρχει, είναι η πραγματικότητα που εσύ φτιάχνεις κάθε μέρα και τη στολίζεις με διάφορα κοσμητικά και τιάρες, ώστε να την κάνεις πιο αρεστή στα μάτια σου. Κι αφήνεις με όλα τα όπλα και τα βρακιά σου κατεβασμένα ανθρώπους να πεθαίνουν στη μέση του δρόμου, τη στιγμή που έχεις κατουρηθεί πάνω σου από τον φόβο, μιας και κανείς δεν σου έμαθε ποτέ ότι για να γίνεις ‘τέλειος’, θα πρέπει να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ένα ρεκόρ λιγότερο.

Αθάνατο ανθρώπινο γένος, πάντα έτοιμο να ξεπεράσεις τον εαυτό σου! Αν “Το πορτρέτο Του Ντόριαν Γκρέι” ήταν πραγματική ιστορία, τότε… μα τι λέω;

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Πότε πετάς;


Πτήση για Τόκιο. Ώρα: 07:47.
Οι χειρότερες ώρες για τον Juan. Μισεί τον στρατιωτικό πατέρα του, Gael, που εξαιτίας του αλλάζουν σπίτι κάθε λίγα χρόνια και μισεί τη ζωή του που ακόμα δεν έχει βρει κάποιον για να αποκαλέσει «καλύτερο φίλο». Αλλά και πάλι, ποιος δεν νομίζει ότι μισεί τους γονείς του και ποιος δεν έχει διαπιστώσει ότι είναι στο περιθώριο και ότι δεν έχει καλύτερο φίλο στα δέκα του χρόνια; Στην περίπτωσή του, ο μικροκαμωμένος Ισπανός τρώει τα νύχια του από την οργή του και έχει ήδη φάει μαζί και δύο ξεγυρισμένες από την ξέχειλη με ταμπεραμέντο μητέρα του. Ο Juan θα ζήσει στο Τόκιο για τρία χρόνια, μέχρι που θα αναγκαστεί να αλλάξει και πάλι χώρα, γιατί ο πατέρας του θα χωρίσει τη μάνα του, μιας και αυτή θα τον έχει απατήσει με έναν κοντό αλλά νταβραντισμένο και αρρενωπό Ιάπωνα, δάσκαλο του καράτε. Το δικαστήριο θα αποφανθεί εύλογα υπέρ του πατέρα, ενώ ο μικρός μας ήρωας δεν θα καταλάβει ποτέ γιατί ξέμεινε με τον πατέρα του και δεν γύρισε πίσω στην Βαρκελώνη με την χυμώδη και αισθησιακή μάνα. Επόμενος προορισμός για τον Juan θα είναι η Μόσχα και μετά η Νότιος Αφρική, όπου και θα μαγευτεί από την ομορφιά της. Εκεί θα περάσει την εφηβεία του, εκεί θα ερωτευτεί για πρώτη φορά, εκεί θα αγαπήσει τον πατέρα του, εκεί θα σπουδάσει, εκεί θα δουλέψει ως οδηγός σε σαφάρι, εκεί θα πάρει την απόφαση ότι δεν θα ακολουθήσει στην επόμενη μετάθεση τον πατέρα του, εκεί θα πεθάνει από υπερβολική δόση ναρκωτικών στην ηλικία των 23.
Fun fact: Στην κηδεία του θα παρευρεθεί μονάχα η μητέρα του.

Πτήση για Μελβούρνη. Ώρα: 14:50
Ο μικρός Νικόλας έδειξε ακεραιότητα και αποφασιστικότητα, όταν είπε στους δικούς του ότι θα φύγει για να δουλέψει στην Αυστραλία. Είναι δουλευταράς αλλά και μόλις 18. Η μάνα του ακόμη παλεύει να ισιώσει το κάτω χείλος από το ελαφρύ εγκεφαλικό, ενώ ο πατέρας τη βγάζει με υπογλώσσια και βαλεριάνες. Τέλος πάντων… Ο Νικόλας θα πάει με σκοπό να μαζέψει χρήματα. Θα πιάσει δουλειά ως barman, θα ανοίξει αργότερα δικό του μαγαζί, μέχρι που θα βγάλει τόσα λεφτά, που θα τα φάει στο πρώτο καζίνο του Las Vegas. Εκεί θα γνωρίσει μια όμορφη Ισπανίδα, που θα έχει ταξιδέψει για να ξεπεράσει το διαζύγιό της, αλλά και να φάει μερικά από τα χρήματα της διατροφής του συζύγου της. Οι δυο τους θα γυρίσουν μαζί στην Αυστραλία με άδειες τσέπες. Ο Νικόλας θα πουλήσει το μαγαζί του, θα μετακομίσουν μαζί λίγο πιο έξω από τη Μελβούρνη, θα ανοίξουν κέντρο κατασκήνωσης για παιδιά από 5 έως 15 χρονών κοντά σε μια μαγική λίμνη, θα παντρευτούν, θα κάνουν δύο παιδιά (την Κυριακή και τον Salvador) και θα ζήσουν ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια. Κάπου στο ενδιάμεσο θα χρειαστεί να πάνε μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ για μια κηδεία.
Fun fact: Η Κυριακή θα γίνει ομαδάρχης στην κατασκήνωση και θα φαγωθεί από έναν κροκόδειλο της λίμνης στην ηλικία των 19. Ο Salvador θα γίνει πολίτης του κόσμου και βιρτουόζος της τρομπέτας.

Πτήση για Μόσχα. Ώρα 19:36
Τη Μαρούσκα τη βαραίνουν τα άπειρα μπαγκάζια της αλλά και οι μνήμες από τη διαλυμένη οικογένειά της, πίσω στη Μόσχα. Πηγαίνει εκεί μετά από απουσία 18 χρόνων, μιας και έφυγε μόλις στα 18 της, όντας παντρεμένη με έναν γοητευτικό Ισπανό στρατιωτικό, που της υποσχέθηκε λαγούς, πετραχήλια και όλα τα συναφή. Η όμορφη αλλά στενόμυαλη Μαρούσκα έφυγε δίχως τη συγκατάθεση των δικών της και δεν έχει μιλήσει ποτέ με κανέναν, εκτός από την αδερφή της, η οποία μάλιστα της έστελνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα πλεκτά, σερβίτσια και άλλα πολύτιμα μέρη ενός σωστού νοικοκυριού. Ήθελε η αδερφή της να τα έχει όλα! Μέχρι που η συντηρητική μάνα το πήρε πρέφα, της άστραψε ένα σκαμπίλι κι εκείνη το μόνο που έστελνε πλέον ήταν e-mails. Τώρα πρέπει η Μαρούσκα να βρει το θράσος και το θάρρος να χτυπήσει ξανά την πόρτα του σπιτιού της και να αντιμετωπίσει τους γονείς της, που θεωρητικά την έχουν διαγράψει από τη ζωή τους. Και άντε να δεχτούν ότι η μικρή τους Μαρούσκα γύρισε εγκαταλελειμμένη από τον σύζυγο, μιας και ‘έφυγε’ στην προσπάθειά του να τελειώσει μέσα στο σώμα άλλη γυναίκας. Στη Μόσχα θα φιλοξενηθεί από την οικογένεια της αδερφής της, θα βρει δουλειά ως καθηγήτρια ισπανικών σε φροντιστήριο, θα παντρευτεί ξανά, δεν θα κάνει ποτέ παιδιά και δεν θα τα βρει ποτέ με τους γονείς της.
Fun fact: Ο νέος σύζυγος της Μαρούσκα θα είναι (κι αυτός) Ισπανός, συνάδελφος από το φροντιστήριο και θα τον λένε (κι αυτόν) Gael.

Πτήση για Νέα Ορλεάνη. Ώρα: 23:59.
Η Janis πετάει για Νέα Ορλεάνη για να παίξει live με τον φίλο της τον Bobby στο ανακαινισμένο Riverboat Queen. Είναι αγχωμένη γιατί η φωνή της δεν είναι στα καλύτερά της, ενώ η φυσαρμόνικά της θέλει καθάρισμα και βαριέται να ασχοληθεί. Ο Bobby από την άλλη θα την περιμένει χαλαρός, όπως πάντα. Θα φτάσει, θα παίξει στη συναυλία, θα πιει άπειρες ποσότητες bourbon, θα χορέψει μέχρι να βγάλει κάλλους και θα λιποθυμήσει στη μέση του δρόμου. Η ώρα που θα λιποθυμήσει θα είναι και πάλι 23:59, ένα μόλις λεπτό πριν βγουν οι μάγισσες στους δρόμους και ψάλουν ξόρκια και προσευχές. Η μία εξ αυτών, η πιο πονεμένη, η Κλοέ, θα τη μαζέψει, θα ποτίσει τη μύτη της με αρώματα για να ξυπνήσει και θα την έχει από κοντά της, όταν στήσει τον πιο φανταστικό χορό Βακχών και Σατίρων που έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία της ζωής. Η Janis θα πολεμήσει με τους φόβους της, θα σταθεί όρθια και θα αποφασίσει ότι θέλει να παρατήσει τη μουσική για να φτιάχνει αρώματα στη Νέα Ορλεάνη. Εκεί θα αναγεννηθεί, θα ανοίξει το πρώτο της μικρό μαγαζάκι με αρώματα δικής της παρασκευής, ενώ θα γνωρίσει και τον έρωτα της ζωής της, τον τρομπετίστα Salvador.
Fun fact: Με τον Bobby δεν θα χαθούν ποτέ, αλλά ο Bobby θα συλληφθεί, όντας κρυφός dealer και τελικά υπεύθυνος για τον θάνατο ενός 23χρονου στο πρόσφατο παρελθόν.

Μπορείς για λίγο να κοιτάξεις ψηλά, να φανταστείς ότι τα αεροπλάνα που πετούν είναι αστέρια που πέφτουν και να κάνεις μια ευχή για το καθένα; Αν βγει, καλώς. Αν όχι, καλό ταξίδι. Άλλωστε, ξέρεις ήδη τη συνέχεια. Αλήθεια… εσύ πότε πετάς;