Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Ο Κολάρος στη Χώρα των Αποσταγμάτων


Ο Ντίμης ξύπνησε και δεν ένιωθε καλά. Βασικά, καλά ένιωθε, αλλά είχε ένα κακό προαίσθημα. Στην ουσία, ούτε κακό προαίσθημα είχε, απλά η ενέργειά του δεν ήταν ισορροπημένη από το προηγούμενο βράδυ, που τα έπινε. Κοινώς, ξύπνησε με πονοκέφαλο και ένα πρόσωπο πενήντα κιλά. Αλλά ο Ντίμης δεν μασάει, ποτέ δεν μάσησε.

Άνοιξε το ουζερί στη μικρή Βενετία, που το πρωί σέρβιρε και ελληνικό στη χόβολη για τους μερακλήδες ιθαγενείς και τους εκλεκτούς τουρίστες της Σκανδιναβίας, έβαλε μια κασέτα με τα καλύτερα της Μπέσσυ και άραξε μέχρι να δεχτεί τις πρώτες παραγγελίες. Ήταν, δεν θα ήταν 8 το πρωί. Στην δεύτερη γουλιά του πρώτου καφέ της ημέρας έφτασε κι η βοηθός του, η Καιτούλα, που τραγουδίστρια ήθελε να γίνει, αλλά δούλευε εποχιακά, για να βγάλει κάνα χαρτζιλίκι. Μαζί της, έφτασε και μια γάτα καταπράσινη σαν τα νερά της θάλασσας. Αλανιάρα γάτα, κεραμιδόγατα, από αυτές που σε κάνουν ό,τι θέλουν, εάν κι εφόσον το θελήσουν. Αυτές οι γάτες αρέσουν στον Ντίμη. Οι γάτες που δεν μασάνε, που ποτέ δεν μάσησαν.

Την πλησίασε προσεκτικά με έναν ξεραμένο, ουζοποτισμένο μεζέ της προηγούμενης μέρας, μιας και ξέρει πολύ καλά ότι μια τέτοια γάτα δουλεύει με βάση τους κανόνες του αγοραίου έρωτα – αν δεν την τρατάρεις κάτι, δεν έχει χάδια και νιαουρίσματα. Η γάτα πήρε φυσικά τον μεζέ και τον κατάπιε αμάσητο. Άρχισε να την ακολουθεί στα διστακτικά της βήματα, που έλεγαν “Θα σε αφήσω να έρθεις κοντά μου, αλλά με τον δικό μου ρυθμό, σαλτιμπάγκε”, έπαιζε με το βλέμμα και τους ναζιάρικους και θηλυκούς βρυχηθμούς της και ευχόταν να τον αφήσει να ασχοληθεί λίγο μαζί της. Μετά από πολλά δευτερόλεπτα, που στον κόσμο της γραφής πολλά μπορούν να γίνουν, δεν έγινε απολύτως τίποτα. Η γάτα έφυγε. Ο Ντίμης ρεύτηκε δυνατά, αναγκάζοντας ένα τζιτζίκι να φύγει αγανακτισμένο προς εύρεση οξυγόνου, ενώ αναφώνησε σιγανοδυνατά: “Α ρε Κολάρε, μάσησες…”.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σας επισημάνω πως ο ήρωας της ιστορίας μας είναι αλκοολικός. Βασικά, δεν είναι αλκοολικός, μιας και πλέον η οποιαδήποτε ποσότητα τζιν στο συκώτι του λειτουργεί σαν τη συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα νερού για έναν τριαντάρη άντρα. Στην ουσία, πίνει πολύ και του αρέσει. Κοινώς, είναι ένας τελειωμένος Μυκονιάτης του 1983, που σε δέκα χρόνια θα κάνει αιμοκάθαρση και θα παίρνει αναπηρική σύνταξη. Γιατί νομίζει ότι δεν μασάει. Στο ζουμί τώρα…

Ενώ οι πρώτοι τουρίστες έφταναν και ζητούσαν γλυκύ βραστό, η Καιτούλα έτρεχε για να τους προλάβει και σιγοψιθύριζε στιχάκια της Ρίτας, την ίδια στιγμή που ο Ντίμης είχε τελειώσει και τον δεύτερο καφέ και ήταν στην πρώτη γουλιά ούζου, συνοδευόμενο από ντοματούλα και ελιά. Κι ενώ αγνάντευε το πέλαγος, χωρίς σκέψεις κι έγνοιες, μιας και ποτέ δεν είχε, σκάει μύτη η αλανιάρα. Αλλά αυτή τη φορά με θράσος περίσσιο! Του στριμώχτηκε στα πόδια, του έτριβε τις μουσούδες της και του γρύλιζε αισθησιακά να την ακολουθήσει. Κι ο Ντίμης σηκώθηκε σαν ένα τυπικό θύμα χαζογκόμενας, έδωσε μια χαζοεντολή στην Καιτούλα, που σιχτίριζε κάθε φορά που τον άκουγε, γύρισε την πλάτη κι άρχισε να κυνηγάει την γάτα σαν χαζό μικρό παιδί.

Πάνω στο παιχνίδι, η πράσινη γάτα χανόταν κι εμφανιζόταν, λες και την έτρωγε ο χρόνος για λίγα δέκατα του δευτερολέπτου. Ο Ντίμης όμως, που είχε πιει λιγάκι, δεν έπαιρνε χαμπάρι και πολλά. Αυτά τα έβλεπα εγώ, που τα βλέπω όλα. Στα αριστερά της μικρής Βενετίας, πιο πέρα κι απ’ τους Μύλους, η γάτα άρχισε να πηδάει κάτι σκάμματα και να χάνεται από το οπτικό πεδίο του. Κάποια στιγμή έπεσε σε μια τρύπα. Ο Ντίμης σκόνταψε πριν την τρύπα, έπεσε βεβιασμένα στα τέσσερα, που είχε καιρό να πέσει, πήρε μια βαθιά ανάσα, έκλασε από τον φόβο του και αναφώνησε: “Θα σε σώσω, μωρή αλανιάρα, θα σε σώσω”. Και βούτηξε με κλειστά μάτια, αποδεικνύοντας στον εαυτό του και σε κάθε αναγνώστη πως δεν μασάει.

Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να αναφέρω πως η οποιαδήποτε ομοιότητα με κάποια γνωστή ιστορία ενός Λαγού και μιας Αλίκης σε κάποια Χώρα των Θαυμάτων είναι καθαρά συμπτωματική, μιας και όλοι γνωρίζουμε πως το παιδικό αυτό παραμύθι δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια φαλοκρατική ιστορία ενός παιδεραστή που έγραψε με τον πιο αθώο τρόπο ένα έπος στύσης, εκσπερμάτισης κι επαναφοράς. Και ξανά στο ζουμί…

Ο Ντίμης άνοιξε τα μάτια του και βρέθηκε σε ένα τεράστιο εργαστήριο, που δεν μπορούσε να καταλάβει τι είναι. Μεγάλα βαρέλια, τσίγκινες δεξαμενές, οσμή από σταφύλια, ζαχαροκάλαμα και γλυκάνισο, μποτίλιες μισογεμάτες, γεμάτες και άδειες, άστατα τοποθετημένες σε υπερυψωμένα σκαλιά στους τοίχους κι όλα αυτά με θέα το Αιγαίο. Ήταν η στιγμή που έσταξε από το κάμπριο ταβάνι του εργαστηρίου μια σταγόνα ούζου και κύλησε στο πάνω του χείλος. Αυτό ήταν, βρισκόταν σε κάποιο εργαστήριο αποσταγμάτων. Ένα εργαστήριο, στο οποίο δούλευαν μόνο γάτες. Αλανιάρες και αισθησιακές. Γάτες που δεν μάσησαν ποτέ στη ζωή τους.

Ο Ντίμης ήξερε πως δεν είχε πάει εκεί για διασκέδαση, αλλά για να σώσει τη γάτα του. Αψηφώντας λοιπόν τις μυρωδιές και κλείνοντας τη μύτη του με τα δυο του δάχτυλα, άρχισε να περπατάει γρήγορα, προσπαθώντας να ολοκληρώσει την επιχείρηση “Διάσωση”. Οι γάτες δεν του έδιναν σημασία κι αυτό τον βόλευε, αφού κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, χωρίς να κινδυνεύει. Ξαφνικά, άλλη μια σταγόνα έπεσε στο μάτι του και πριν προλάβει να κοιτάξει πάνω, άλλη μία έσταξε μέσα στο ανοιγμένο σαν χάνου στόμα του. Άλλη μία έπεσε δίπλα του, άλλη μία παραδίπλα του, άλλη μία στο πόδι του, άλλη μία στην άκρη της βουλωμένης μύτης του και ξαφνικά άρχισε να μυρίζει ο τόπος ούζο. “Εισβολέας”… ακούστηκε από μακριά κι όλες οι γάτες άρχισαν να κουνούν τις μουσούδες τους παράξενα. Οι ψιχάλες άρχισαν να γίνονται έντονες. Τα σύννεφα έγιναν διάφανα κι άρχισαν να βρέχουν ούζο ασταμάτητα, αλλά μόνος εκείνος είχε πανιάσει από τη βροχή. Γύρω του μαζεύτηκαν πολλές γάτες, στεγνές και λαίμαργες, φωνάζοντας “Εισβολέας, εισβολέας”… “Πιάστε τον, να σταματήσει η ουζοβροχή, καταστρεφόμαστε”… “Πιάστε τον και πάρτε του την οσμή”… Κι ο Ντίμης έκλασε πάλι από τον φόβο του.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σας πω ότι στο εργαστήριο των αποσταγμάτων δεν υπάρχει οσμή. Καμία γάτα δεν μπορεί να μυρίσει, καμία γάτα δεν μπορεί να γευτεί κι όλα γίνονται μηχανικά. Δεν βρέχει ποτέ εκεί, εξού και το κάμπριο της οροφής, αλλά όταν εισβάλλει κάποιος, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος, για να καταλάβουν οι γάτες ότι πρέπει να προστατεύσουν τη χώρα τους και να του αποσπάσουν την οσμή. Στο ψητό πάλι…

Μετά από περίτεχνες κινήσεις, γατίσιες, από αυτές που δεν τις παίρνεις χαμπάρι, ο Ντίμης βρέθηκε καθήμενος σε ένα βαρέλι γεμάτο κρασί κόκκινο. Δεν ήταν δεμένος, αλλά γύρω του ήταν στημένες τουλάχιστον 13 γάτες και η κάθε μία κρατούσε ένα γεμάτο μπουκάλι ούζο, που όλα μαζί στόχευαν κατευθείαν στη μύτη του. Μην με ρωτήσετε πώς γίνεται αυτό, μαγεία. Ο ουρανός άρχισε να καθαρίζει, ενώ το ούζο που είχε βρέξει, μπήκε σε μποτίλιες και πετάχτηκε στην πράσινη θάλασσα του αψεντιού. Ήταν τότε που ο αρχηγός της χώρας άρχισε να διαπραγματεύεται την οσμή του Ντίμη…

-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων ζητά να μάθει πώς έφτασες μέχρι εδώ.
-        Μια γάτα, αυτή φταίει, μια γάτα αλανιάρα. Αυτή σκόνταψε κι εγώ έπεσα να τη σώσω, αυτής την οσμή πρέπει να πάρετε.
-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων γράφει στα πρακτικά “Έγκυρο”. Και ζητά να μάθει από πού είσαι.
-        Είμαι από την Ελλάδα, από τα νησιά και πουλάω ούζο σε τουρίστες. Δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν, θέλω απλά να γυρίσω πίσω, έχω αφήσει την Καίτη μόνη της.
-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων γράφει στα πρακτικά “Έγκυρο”. Και ζητά να μάθει ποια είναι η Καίτη, πριν σου πάρει την οσμή. Νιαρ…
-        Η Καίτη είναι η βοηθός μου, αλλά την άφησα πίσω, αλήθεια. Μην μου πάρετε την οσμή, σας παρακαλώ.
-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων γράφει στα πρακτικά “Έγκυρο”. Και τώρα, γατιά, ψηλά τις μποτίλιες. Σημαδέψτε στη μύτη του και…
-        Την οσμή σας, θα σας δώσω την οσμή σας! Χαρίστε μου την οσμή και θα σας επιστρέψω τη δική σας. Ε; Τι λέτε κύριε της χώρας;
-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων γράφει στα πρακτικά “Άκυρο”. Δεν μπορεί να γίνει αυτό, κανείς δεν το έχει καταφέρει μέχρι τώρα, γιατί να σε πιστέψουμε, κακόμοιρε θνητέ;
-        Γιατί είναι αλήθεια. Αρκεί να βρείτε τη γάτα που με έφερε εδώ, αυτή ξέρει πώς να επιστρέψουμε πίσω. Και τότε θα έχετε πάλι την οσμή σας και την ελευθερία σας.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονίσω πως σε όλη αυτή τη διάρκεια η κεραμιδόγατα παραμένει άφαντη. Ή καλύτερα κρυμμένη.

-        Η Χώρα των Αποσταγμάτων γράφει στα πρακτικά “Κενό”. Δεν καταλαβαίνω τι λες.
-        Βρείτε τη γάτα που με έφερε εδώ, αυτό σας λέω…

Κι κείνη τη στιγμή ακούγεται ένα “χικ”. Λίγοι το παίρνουν χαμπάρι όμως, αφού μιλούν για το πώς θα αντιμετωπίσουν τον παράξενο εισβολέα. Ο Ντίμης ωρύεται και τους παραπέμπει να κάνουν ησυχία. Καθώς ησυχάζει η ατμόσφαιρα, ο Ντίμης κρατιέται να μην αεριστεί πάλι από τον φόβο του και τότε ακούγεται ένα ”χικ-χικ”, διπλό αυτή τη φορά. Ο ήχος ερχόταν από τις 13 γάτες με τις μποτίλιες. Στην πλήρη ησυχία, ένα τέταρτο “χικ” ακούστηκε από τον δέκατο τρίτο γάτο, που προφανώς ο ουζομεζές που είχε αρπάξει με μανία τον είχε πειράξει. Ξάφνου, οι δώδεκα υπόλοιποι έστρεψαν τις μποτίλιες πάνω του με μίσος. Ο προδότης εντοπίστηκε.

Ο Ντίμης κι η γάτα, που τελικά ήταν γάτος, έκατσαν δίπλα-δίπλα και εξιστόρησαν τον τρόπο που έφτασαν εκεί κάτω, αλλά και τον τρόπο που ο γάτος είχε βρει την έξοδο από τη Χώρα των Αποσταγμάτων για τα νησιά του Αιγαίου. Ο αρχηγός έμεινε με την ουρά τεντωμένη στο άκουσμα όλων αυτών, δεν μπορούσε να αρθρώσει νιαρ. Η αποστολή τώρα δεν ήταν να πάρει την οσμή του εισβολέα, αλλά να επισκεφτεί τη Γη της Επαγγελίας και να διαπιστώσει κι ο ίδιος αν πραγματικά μπορεί να ξαναμυρίσει, έστω για μια φορά ακόμα στην εφτάψυχη ζωή του. Η εντολή δόθηκε, οι γάτες οπλίστηκαν με μποτίλιες, οπλισμένες κατά των μυτών του εισβολέα και του προδότη και ξεκίνησαν το βάδην για τη μαγική έξοδο. Τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται.

Η γάτα, που τελικά ήταν γάτος, τους οδήγησε στην άλλη άκρη της Χώρας των Αποσταγμάτων, σε ένα χαντάκι πλημμυρισμένο με ούζο πλέον από τη βροχή. Το χαντάκι περνούσε κάτω από ένα γεφυράκι και γινόταν ένα με την πράσινη θάλασσα του Αψεντιού. Τώρα που το χαντάκι ήταν πλημμυρισμένο με ούζο, δεν χρειαζόταν καν να τα περπατήσεις μέχρι τη θάλασσα, βούταγες μέσα και εντός ολίγων δευτερολέπτων, έβγαινες στο πράσινο και χανόσουν για πάντα. Μία –μία η γάτα βούταγε και χανόταν. Βουτιά και χάσιμο, βουτιά και μαγεία. Στη μέση της αποστολής ο Ντίμης κι η γάτα, που τελικά ήταν γάτος. Και στη συνέχεια οι υπόλοιποι της στρατιάς με τις μποτίλιες. Μέχρι που χάθηκαν όλοι. Και μέχρι που εμφανίστηκαν πάλι, αλλά αλλού.

Ο Κολάρος ένιωσε τόση ανακούφιση με το που είδε ομπρός του τους Μύλους, που – μαντέψτε – αερίστηκε. Αυτή τη φορά όμως δεν είχε να αντιμετωπίσει γάτους που δεν μυρίζουν και στιγμιαία ακούστηκαν διαολεμένα νιαρς αηδίας και εμετού. Η έντονη μυρωδιά του ούζου από τις μποτίλιες ανάγκασε τη στρατιά να τις πετάξει μακριά με ηλεκτρισμένες τις ουρές, εκεί που τις μαζέψανε κάτι φτωχά τουριστάκια, που έπιναν μπύρες σε κουτάκια στην ακροθαλασσιά. Οι γάτες μύριζαν και δεν ήξεραν πώς να το διαχειριστούν.

Ο ιδιοκτήτης ουζερί πήγε στο μαγαζί του αλαφιασμένος, ζήτησε συγνώμη από την Καιτούλα, που είχε ρέψει από την κούραση ολομόναχη, πήρε μερικά αποφάγια καλοζωισμένων Αθηναίων και τα πήγε άρδην στις απεγνωσμένες γάτες, που μύριζαν πλέον τα πάντα. Τα κεφαλάκια από τις τσιπούρες και τα μισοδαγκωμένα μαλάκια έκαναν τα αιλουροειδή να χορεύουν από τη χαρά τους, ενώ μερικά από αυτά έγλειφαν κάθε λίγο και λιγάκι το τρίχωμά τους, για να αποβάλουν τις μυρωδιές από τη Χώρα των Αποσταγμάτων. Ο αρχηγός τους ευχαρίστησε θερμά των Ντίμη που τους έσωσε από την αοσμία με ένα αρχοντικό και καθόλου αλανιάρικο νιαρ, ενώ ο ήρωάς μας υποσχέθηκε να μην τους αφήσει ποτέ νηστικούς. Δεν μάσησε, την τήρησε την υπόσχεσή του για όσο έζησε. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς έτσι κι έτσι.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σας πω ότι η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Ο Ντίμης Κολάρος κατέστρεψε τα νεφρά του πολύ γρήγορα, αλλά βρήκε πολλούς τρόπους να πηγαινοέρχεται σε άλλους κόσμους και να ζει περιπέτειες, οπότε δεν τον ένοιαξε ποτέ. Οι γάτες έζησαν και τις εφτά ζωές τους στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία επισκέφτηκαν όλα ένα προς ένα, ενώ η Καιτούλα έκανε καριέρα ως τραγουδίστρια πρώτου μεγέθους στα μπουζούκια της Αθήνας με λαμπρή δισκογραφία. Ο Ντίμης ήταν φυσικά και πάντα πρώτο τραπέζι πίστα σε κάθε της εμφάνιση. Για την πάρτη του η Καιτούλα τραγούδησε “Κι αν ξυπόλυτη σερβίρω”.

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Δεν μου πάνε τα λέπια, εγώ τα πάω.

Επέστρεψα στο πατρικό μου, έπειτα από τρεις ντουζίνες μοναχισμού στο κέντρο της Αθήνας. Η επιστροφή ήταν βεβιασμένη και κάτω από απαστράπτουσες συνθήκες, που κατάφεραν να κάνουν το δέρμα μου να γυαλίζει από αγωνία. Κουβάλησα το κρεβάτι μου, τις μουσικές που είχα αμπαλάρει, ρούχα πολλών εποχών, μακάβριες αναμνήσεις διαφόρων ειδών και τα αξύριστα μούσια μου, που έτσι κι αλλιώς τα κρατάω θεληματικώς πυκνά εδώ και χρόνια. Τα πήρα όλα αγκαζέ και τα κατέβασα στα νότια, εκεί που θες καράβι για να πας πιο πέρα.

Αν ήμουν γκόμενα, θα έλεγε κανείς πως έχω περίοδο εδώ και μια γέννα μήνες. Αν ήμουν γιαγιά, θα έλεγε κανείς πως κάνω παράπονα για φροντίδα. Αν ήμουν γάτος, θα το είχα σκάσει από τον αφέντη μου, για να βρω καλύτερη άμμο να κατουρήσω. Δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά, οπότε κάνω βόλτες στη θάλασσα, για να με βρει κάποιος στο λιμάνι και να με περιμαζώσει. Κι όταν λέω «κάποιος», δεν εννοώ απαραίτητα άνθρωπος, πόσο μάλλον αρσενικός.

Την τελευταία φορά που πήγα εκεί, πριν λίγες μέρες, έβγαζα χτικιά πολλά από μέσα μου, γιατί είχα την εντύπωση πως δεν με άκουγε κανείς. Κι έτσι ήταν, εκτός από έναν άστεγο, που έτρωγε τα σπόρια ολόκληρα. Με κέρασε μερικά κι εγώ αντί να του δώσω κέρματα να αγοράσει καμιά τυρόπιτα, τα πήρα και τα έφαγα. Ολόκληρα κι εγώ, δεν προσβάλεις τον οικοδεσπότη που σου κάνει το τραπέζι. Δεν πιάσαμε κουβέντα όμως, ούτε με ρώτησε για τα χτικιά.

Θεωρώ ως καλύτερη στιγμή, για να κάνεις παρέα με τη θάλασσα των νοτίων προαστίων, την ώρα που φεύγουν οι γραφικοί ψαράδες από τα βράχια, έχοντας προσελκύσει τα σχεδόν θύματά τους προς τα έξω για μπανιστήρι. Είναι η ώρα, που η υγρασία σε κάνει να κολλάς. Είναι η καλύτερη ώρα, σύμφωνα με τις σουρεαλιστικές γραφές του μυαλού μου, για να ξεχάσεις στιγμές και να δημιουργήσεις καινούργιες μνήμες, τις οποίες θα θες αργότερα να θυμάσαι.

Σε μια προσπάθεια να τις δημιουργήσω, κόντεψα να τα χάσω. Κι αυτό γιατί δεν είχα συναισθήματα και γεγονότα, δράσεις κι αντιδράσεις. Ήταν η στιγμή, που ενώ οι ψαράδες ξεκινούσαν τα κουτσομπολιά σαν τις κατίνες τις γυναίκες τους, συγκρίνοντας ψαριές, κατάλαβα πως ούτε θέλω να θυμάμαι, ούτε να πλέξω θύμησες για αργότερα. Κατάλαβα πως θέλω να ξαναφύγω για μέρη μακρινά, πιο μακρινά κι από το κέντρο, για να ξεχάσω τα πάντα, ακόμα και το λιμάνι και τα σιχτίρια μου. Και μονομιάς άρχισα να ξεφορτώνομαι τα ρούχα μου. Άρχισα να φλερτάρω με την υγρασία. Άρχισα να πνίγομαι με το οξυγόνο. Άρχισα να βγάζω ψιλές νιφάδες στο δέρμα μου και να στέκομαι με το ζόρι πάνω στην ατίθαση ουρά μου. Και, μην μπορώντας να αντισταθώ, έπεσα μέσα. Με περιμάζωσε η αγαπημένη μου, όπως προσευχόμουν.

Έκτοτε, θυμάμαι ελάχιστα. Και το χαίρομαι, μέχρι τουλάχιστον να μπορέσω να ξαναφύγω μακριά, για να φτιάξω νέες μνήμες. Κι όταν κάποιοι φίλοι μου λένε χαιρέκακα πως τα λέπια δεν μου πάνε, εγώ χαμογελάω άχρωμα και τους λέω ότι μπορεί αυτά να μην μου πάνε, εγώ όμως τα πάω. Κι ας κολλάω πάνω στο ψιλό της ουτοπίας τους.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Το μεγάλο φαγοπότι: Εσύ τι κρασί θα ανοίξεις;

Ο κανιβαλισμός δεν είναι ανωμαλία, αλλά ‘ομαλή’ διαδικασία της ‘ανώμαλης’ φύσης, κατά την οποία ένας οργανισμός διατρέφεται από άλλους του ίδιου είδους. Από τους Κέλτες και τους Ιρλανδούς την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι τους ανθρωποφάγους της καραϊβικής τον 14ο αιώνα και από τις ανθρωποθυσίες των Μογγόλων της Στέπας κατά τον Μεσαίωνα μέχρι τον Χάνιμπαλ Λέκτερ της αφελούς αλλά έξυπνης Κλαρίς, ο κανιβαλισμός κάνει εμφανή την παρουσία του και στο ανθρώπινο είδος κατά την διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ευτυχώς, ‘όχι στις μέρες μας’.

Ο πολιτισμός, κανιβαλικός ή μη, είναι κάτι που χτίζεται σταδιακά και αργά, τόσο που η πιθανότητα να ζήσεις στο μεταίχμιο μιας τεραστίων διαστάσεων πολιτιστικής, κοινωνικής και οποιασδήποτε άλλης μορφής αλλαγής μοιάζει με την πιθανότητα να σε πετύχει κεραυνός την ώρα που κάνεις σεξ σε δημόσιο χώρο. Τα αποτελέσματα μιας πολιτισμικής αλλαγής φαίνονται χρόνια αργότερα, δεκαετίες, αιώνες, χιλιετίες μη σου πω και τα απολαμβάνουν οι απόγονοί σου, τιμώντας σε με δάφνες και ημερομηνίες και εκδηλώσεις και προτομές και ταινίες και πίνακες ζωγραφικής και ντοκιμαντέρ κι ένα σωρό μαλαγανιές και πράξεις και ιδέες και θεσμούς. Ευτυχώς και στις μέρες μας.

Αυτά τα δύο είναι, ευτυχώς ή δυστυχώς, αλληλοσυγκρουόμενα και συμπληρωματικά. Αν δεν υπάρχει αλληλοφάγωμα, δεν υπάρχει ρήξη αυτού. Αν δεν υπάρχει κακία, δεν υπάρχει καλοσύνη. Αν δεν υπήρχε ο Μεσαίωνας, δεν θα υπήρχε η Αναγέννηση. Αν δεν υπήρχαν οι ανθρωποφάγοι πειρατές της Καραϊβικής, δεν θα υπήρχε ένας Μαγγελάνος, ένας Κολόμβος ή ένας Ντε Γκάμα να τους ανακαλύψει, να τους υποτάξει και να τους αφανίσει (σχεδόν). Γιατί ξέχασα να αναφέρω πως το κακό δεν εξαγνίζεται με ημέρευση, αλλά με αφανισμό. Ο λόγος; Είναι πιο εύκολο. Δυστυχώς και στις μέρες μας.

Και περνώντας γρήγορα κι ατσούμπαλα μέσα από την ιστορία, ερχόμαστε στο 2012, μια χρονιά που περιμένουμε Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο. Μια χρονιά που στα Grammy φαβορί είναι μια τσουπωτή Βρετανίδα 23 χρονών. Μια χρονιά που το facebook αποτελεί τον βασικό μας κόσμο και ο πραγματικός μας κόσμος μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, γιατί έχουμε γίνει κοσμοφοβικοί. Μια χρονιά που η έννοια της ελευθερίας έχει γίνει τόσο επικίνδυνη, που αν η Janis ζούσε σήμερα θα καιγόταν σαν την Ιωάννα της Λωραίνης ως μάγισσα, που έχει το θράσος να τραγουδάει για μια ελευθερία ισοδύναμη με το να μην έχεις να χάσεις τίποτα. Μια χρονιά που ο βασικός μισθός δεν είναι τόσο βασικός, για να καλύπτει τα βασικά, αλλά χαρτζιλίκι, όπως αυτό που παίρναμε από τη μαμά και τον μπαμπά, για να πάμε διακοπές και να καλύψουμε τα βασικά. Δυστυχώς ή ευτυχώς, μόνο στις μέρες μας.

Η πεμπτουσία όλων αυτών είναι πασιφανής. Για να δημιουργηθεί πολιτισμός, για να δημιουργηθεί ανάπτυξη, πρέπει να περάσουμε πρώτα από τον αφανισμό. Γιατί ο άνθρωπος δεν έμαθε ποτέ να συνυπάρχει, αλλά να υπάρχει. Να τρώει τον διπλανό του. Να καταστρέφει ό,τι κατακτά, για να το έχει. Να κάνει τέχνη, για να εξιλεώνεται, μιας και ποτέ δεν είχε άλλον τρόπο για να πλησιάσει την ευδαιμονία. Να επεκτείνει τη δύναμή του, για να αποδεικνύει ότι την έχει, αλλά να μην την χρησιμοποιεί για καλό, γιατί έτσι φαίνεται ότι είναι αδύναμος. Να διεκδικεί τα βασικά, αλλά να μην τα καλύπτει, παρόλο που θεωρητικά τα παίρνει. Να τρώγει και να κατατρώγεται από μια παράδοση που κρατάει από την εποχή του Λεωνίδα, μιας ομάδας 300, που ζουν για να επιβεβαιώνουν το γνωμικό: «Αυτοί που κυβερνούν, πρέπει να επιβιώνουν πάντα μεγαλόπρεπα». Να καταδικάζει τις ‘Ιωάννες της Λωραίνης’ του, μιας και οι όροι ελευθερία και αξιοπρέπεια υπόκεινται στις νομοθεσίες που απαιτούν τον δημόσιο λιθοβολισμό τους στις πλατείες μαζί με τους άστεγους και τα αδέσποτα. Να χρωστάει αυτά που κατανάλωσε, αλλά να θέλει την παραγραφή του χρέους τους, σαν να μην τα έφαγε ποτέ. Να στήνει γιορτές και πανηγύρια, την ίδια στιγμή που έχει γίνει κοσμοφοβικός και δεν βγαίνει να περπατήσει στους πεζόδρομους της Αθήνας – τι ειρωνεία!

Ας φαγωθούμε λοιπόν. Ας γίνουμε Ανθρωποφάγοι στη θέση των Χαλίφηδων, Κέλτες απέναντι στη δυτικότερη από εμάς Δύση και Χάνιμπαλς απέναντι σε κάθε αφελή Κλαρίς. Γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος οι επόμενες γενιές να είναι περήφανες για εμάς, που ‘Φτιάξαμε πολιτισμό’ για την πάρτη τους και ζήσαμε με άξονα τα κίνητρα όλων όσοι κουβαλάνε τα δυσοίωνα πρότυπα του Λεωνίδα και των 300, σαν να μην υπάρχει αύριο.

Αλήθεια, τι κρασί να ανοίξουμε, λευκό, ροζέ ή κόκκινο;