Δώδεκα και ένα. Δώδεκα και δέκα. Δώδεκα και πενήντα εννιά. Γεωμετρική αύξηση του χρόνου άνευ γνωστής εξίσωσης, η οποία ανταποκρίνεται με μεγάλη ακρίβεια στη στασιμότητα ενός σώματος απέναντι στην όψη του ήλιου. Το καλοκαίρι έξω από το κέντρο, αλλά και πάλι τόσο κοντά του είναι σαν ξεγέλασμα στο trendy αντιηλιακό με χαμηλό δείκτη προστασίας και χρυσόσκονη για τους πιο τολμηρούς. Τέτοιο ξεγέλασμα μάλιστα, που το δέρμα πιάνει μάκα και άντε να βρεις κάτι πιο λιπαρό για να βγει.
Μία και πέντε. Μία και δώδεκα. Μία και σαράντα πέντε. Η έκθεση στην ακτινοβολία συνεχίζεται σαν μια εκνευριστική σφίγγα στην λεία επιφάνεια νερωμένης αυλής. Δεν τα παρατάει μέχρι να δροσιστεί για τα καλά. Και όταν χορτάσει, θα πάει μια βόλτα να βγάλει το δηλητήριό της μέσα σε μερικά σώματα που λιάζονται λίγο παραπέρα και την επόμενη μέρα θα επιστρέψει για τη δόση της. Έχεις αναρωτηθεί άραγε γιατί τα έντομα είναι οι μεγαλύτεροι ναρκωμανείς του πλανήτη;
Δύο και τρία. Δύο και είκοσι. Δύο και τριάντα πέντε. Το σώμα παράγει πολλές ποσότητες ιδρώτα, η μελανίνη αναλαμβάνει τη σκυτάλη και το νερό σβήνει τις υπερβολικές δόσεις και από τα δύο. Είναι η ώρα που ο κόσμος γύρω σου είναι περισσότερος. Είναι η ώρα που ο ήλιος γίνεται κακός και ύπουλος στα ανυπεράσπιστα κορμιά. Είναι η ώρα που το στομάχι θα πέθαινε για μια παγωμένη μπύρα και μια μακαρονάδα. Είναι η ώρα που οι ορμόνες βαράνε κόκκινο και άντε να γυρίσεις ανάσκελα. Αλλά, όπως λέει κι ο φίλος μου ο Τομ, ας μην ανοίξουμε το φερμουάρ αυτού του παντελονιού.
Τρεις και τέταρτο. Τρεις και εικοσιπέντε. Τρεις και μισή. Μάλλον η κούραση διαδέχεται σιγά-σιγά την απόλαυση και η ζυγαριά αρχίζει και γέρνει πλαγίως. Ο ιδρώτας έχει ποτίσει τον βράχο που κάθεσαι και κοντεύει να γεννήσει βρύα από κύτταρα ανθρώπινου δέρματος. Η μελανίνη τα έχει παρατήσει, μιας και λειτουργεί πλέον σαν το τσιγαρισμένο λάδι που περιμένει την ντομάτα για να το σβήσει, ενώ η φαντασίωση για παγωμένη μπύρα και μακαρονάδα μπορεί πλέον να ταυτιστεί με την ανάγκη του νεκρού για μια δεύτερη ζωή.
Τέσσερις και δύο. Τέσσερις και έντεκα. Τέσσερις και δεκαεννιά. Είναι οι αποστάσεις των λεπτών μέχρι να σηκωθείς, να ετοιμαστείς και να πας στο αυτοκίνητο.
Τέσσερις και εικοσιεπτά. Είναι τα οχτώ λεπτά μέχρι να καταφέρει το σωτήριο κλιματιστικό να σε κάνει να πάρεις ανάσα και να βρεις το κουράγιο να πιάσεις το τιμόνι, ώστε να μην σου καίει την αλατισμένη παλάμη.
Πέντε και κάτι. Το κέντρο είναι Αριζόνα. Μεγάλοι δρόμοι, άδειοι, με νωπή άσφαλτο που ξερνάει ατμούς στην άκρη του ματιού, σαν να είναι έτοιμη να τηγανίσει αβγά με πατάτες. Και ένας από τους δρόμους αυτούς είναι ο δρόμος που θα σε πάει σπίτι.
Πέντε και μισή. Είμαστε τόσο μαζώχες τελικά, που περνάμε τα πάνδεινα για ένα μπάνιο; Ή ευλογημένοι που ζούμε σε μια πόλη που απλόχερα προσφέρει τα πάντα;
Μία και πέντε. Μία και δώδεκα. Μία και σαράντα πέντε. Η έκθεση στην ακτινοβολία συνεχίζεται σαν μια εκνευριστική σφίγγα στην λεία επιφάνεια νερωμένης αυλής. Δεν τα παρατάει μέχρι να δροσιστεί για τα καλά. Και όταν χορτάσει, θα πάει μια βόλτα να βγάλει το δηλητήριό της μέσα σε μερικά σώματα που λιάζονται λίγο παραπέρα και την επόμενη μέρα θα επιστρέψει για τη δόση της. Έχεις αναρωτηθεί άραγε γιατί τα έντομα είναι οι μεγαλύτεροι ναρκωμανείς του πλανήτη;
Δύο και τρία. Δύο και είκοσι. Δύο και τριάντα πέντε. Το σώμα παράγει πολλές ποσότητες ιδρώτα, η μελανίνη αναλαμβάνει τη σκυτάλη και το νερό σβήνει τις υπερβολικές δόσεις και από τα δύο. Είναι η ώρα που ο κόσμος γύρω σου είναι περισσότερος. Είναι η ώρα που ο ήλιος γίνεται κακός και ύπουλος στα ανυπεράσπιστα κορμιά. Είναι η ώρα που το στομάχι θα πέθαινε για μια παγωμένη μπύρα και μια μακαρονάδα. Είναι η ώρα που οι ορμόνες βαράνε κόκκινο και άντε να γυρίσεις ανάσκελα. Αλλά, όπως λέει κι ο φίλος μου ο Τομ, ας μην ανοίξουμε το φερμουάρ αυτού του παντελονιού.
Τρεις και τέταρτο. Τρεις και εικοσιπέντε. Τρεις και μισή. Μάλλον η κούραση διαδέχεται σιγά-σιγά την απόλαυση και η ζυγαριά αρχίζει και γέρνει πλαγίως. Ο ιδρώτας έχει ποτίσει τον βράχο που κάθεσαι και κοντεύει να γεννήσει βρύα από κύτταρα ανθρώπινου δέρματος. Η μελανίνη τα έχει παρατήσει, μιας και λειτουργεί πλέον σαν το τσιγαρισμένο λάδι που περιμένει την ντομάτα για να το σβήσει, ενώ η φαντασίωση για παγωμένη μπύρα και μακαρονάδα μπορεί πλέον να ταυτιστεί με την ανάγκη του νεκρού για μια δεύτερη ζωή.
Τέσσερις και δύο. Τέσσερις και έντεκα. Τέσσερις και δεκαεννιά. Είναι οι αποστάσεις των λεπτών μέχρι να σηκωθείς, να ετοιμαστείς και να πας στο αυτοκίνητο.
Τέσσερις και εικοσιεπτά. Είναι τα οχτώ λεπτά μέχρι να καταφέρει το σωτήριο κλιματιστικό να σε κάνει να πάρεις ανάσα και να βρεις το κουράγιο να πιάσεις το τιμόνι, ώστε να μην σου καίει την αλατισμένη παλάμη.
Πέντε και κάτι. Το κέντρο είναι Αριζόνα. Μεγάλοι δρόμοι, άδειοι, με νωπή άσφαλτο που ξερνάει ατμούς στην άκρη του ματιού, σαν να είναι έτοιμη να τηγανίσει αβγά με πατάτες. Και ένας από τους δρόμους αυτούς είναι ο δρόμος που θα σε πάει σπίτι.
Πέντε και μισή. Είμαστε τόσο μαζώχες τελικά, που περνάμε τα πάνδεινα για ένα μπάνιο; Ή ευλογημένοι που ζούμε σε μια πόλη που απλόχερα προσφέρει τα πάντα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου