Η πρώτη μεγάλη μνήμη που έχω σφηνωμένη στο σακάτικο μυαλό μου είναι η πρώτη φορά που πήρα αγκαζέ τις πρώτες γυναίκες της ζωής μου, τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, μαζί με τον αδερφό μου και πήγαμε στη Μάνη. Αυτό ήταν και το πρώτο μου μεγάλο βήμα στον έξω κόσμο, έτσι όπως τον είχα πλαισιώσει στις παιδικές φαντασιώσεις των τεσσάρων μου χρόνων. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι όλη η ζωή μου είναι μια λούπα αυτών των ημερών, από το πιο σημαντικό μέχρι το πιο σαχλό.
Στο λεωφορείο ήμασταν ξάπλα στα καθίσματα και όταν ερχόταν η στιγμή να κοιμηθούμε, απλώναμε πικέ κουβέρτες στον διάδρομο και κάναμε τους χίπηδες σε ένα μεταγενέστερο και πιο φολκλόρ φεστιβάλ Woodstock. Εγώ κι ο αδερφός μου ήμασταν οι ροκ σταρ και η μητέρα με την γιαγιά οι groupies, οι οποίες μάλιστα ακολουθούσαν σε κάθε παραξενιά και απαίτησή μας. Όταν, δε, κατεβαίναμε για φαγητό στις καθιερωμένες στάσεις που κάνουν οι γραμμές των ΚΤΕΛ ακόμα και σήμερα, τρέχαμε στις τουαλέτες για να πάρουμε σειρά προτεραιότητας, όπως ακριβώς κάνουμε και στις συναυλίες, ανάμεσα στο opening act και το main act. Γνήσια παιδιά ενός κατώτερου Θεού, θα έλεγε κανείς.
Η διαδρομή από το σπίτι μας μέχρι το πρώτο παντοπωλείο ήταν γεμάτη χώμα και λάμπες, που έσβηναν μετά από κάποια ώρα το απόγευμα. Εκεί με έστελνε η γιαγιά μου για να πάρω ψωμί και τα σχετικά, ενώ δεν είχε ποτέ ξεστομίσει λέξεις που θα σχημάτιζαν προτάσεις τύπου «δεν θα πας τώρα, είναι νύχτα». Εξού και το γεγονός ότι το βράδυ λειτουργώ καλύτερα, είμαι πιο ήρεμος, πιο δημιουργικός και δεν επικαλούμαι ποτέ την ανάγκη μου για ξημέρωμα. Στο σκοτάδι γίνονται τα πιο επικίνδυνα αλλά και τα πιο όμορφα πράγματα, θα πει εύλογα κάποιος. Εγώ προτιμώ μέσα στο σκοτάδι να διακρίνω φως, να διακρίνω λέξεις και ιστορίες και να περνάω τις πιο ευλογημένες μου στιγμές.
Από την άλλη πλευρά του σπιτιού, ο δρόμος οδηγούσε στο σπίτι της θείας μου της Κατίνας. Κι αυτός ο δρόμος ήταν γεμάτος χώμα και πήγαινα εκεί κάθε μέρα για να φάω πατάτες τηγανιτές και να το παίξω μικρομέγαλο, συνομιλώντας με τους θείους μου για πράγματα που ποτέ δεν γνώριζα και ποτέ δεν με ενδιέφεραν. Οι κουβέντες μου όμως ήταν για κάποιον λόγο αρεστές και μου άρεσε να το παίζω ξερόλας. Ακόμα και σήμερα, πάντα δείχνω ότι γνωρίζω πιο πολλά από όσα πραγματικά ξέρω και αυτό με έχει βοηθήσει πολλάκις, κυρίως στα επαγγελματικά μου. Ένας θεός ξέρει πόσοι άνθρωποι με έχουν εμπιστευτεί, χωρίς να ξέρουν ότι δεν ξέρω, αλλά στην πορεία, με σκληρή μελέτη, τους απέδειξα ότι σωστά πίστεψαν πως ξέρω και εκ των υστέρων τους απέδειξα ότι όντως ήξερα, χωρίς πραγματικά να ξέρω ποτέ τίποτα. Ίσως αυτή να είναι και η δική μου σοφία μέσα στα χρόνια.
Κάποια στιγμή, μέσα σε όλες τις μέρες που έμεινα στη Μάνη, μου έκατσε να αγοράσω χαρτομάντιλα. Δεν ξέρω ποια ήταν η βαθύτερη αιτία που είχα ανάγκη κάτι τέτοιο, αλλά μάλλον είναι κάτι σαν την ανάγκη ενός παιδιού να μασάει τα φύλλα από τις γλάστρες ή την εμμονή του να βγαίνει βόλτα στην πλατεία του χωριού το καλοκαίρι και να μαζεύει τζιτζίκια από τα δέντρα (ένοχος). Κανένα όφελος, όπως και να ‘χει. Πήγα λοιπόν μια εκδρομή με τον παππού μου και τη δίδυμη αδερφή του, που είχε έρθει για λίγες μέρες (ορκίζομαι ότι όταν είδα αργότερα τη Sophia Lauren, πίστευα ότι αυτή με πήγε εκδρομή) και σταματήσαμε για να πάρω επιτέλους τα αναθεματισμένα χαρτομάντιλα. Δεν μου έφτανε όμως αυτό. Ξαφνικά είχα την ανάγκη να πάρω κι ένα νεροπίστολο. Όχι για να παίζω με τον αδερφό μου, αλλά για να έχω κάτι που κανένα άλλο παιδάκι στο χωριό δεν είχε. Πίστευα ότι το να ζηλεύω κάτι από κάποιον δεν είναι καλό και πάντα προτιμούσα να διαλέγω κάτι που δεν έχει ο άλλος, για να τον αναγκάσω να με ζηλεύει εκείνος. Κι όταν το κατάφερνα, ήμουν ευτυχισμένος.
Σε άμεση σχέση με τη διόλου ευκαταφρόνητη αγορά μου παρέα με τη σχεδόν-ντίβα-του-ιταλικού-κινηματογράφου θεία μου, η σχέση μου με τα άλλα παιδιά στο χωριό ποτέ δεν ήταν καλή. Δεν ήταν κακή, μιας και ήμουν πάντα ευγενικό παιδάκι, αλλά ποτέ δεν ήταν και η πιο επιθυμητή για μια μάνα όπως η Señora Κούλα. Έπρεπε πάντα να κάνω τον εαυτό μου να διαφέρει με κάθε τρόπο. Αυτό ξεκίνησε με τις σκισμένες σελίδες τετραδίων, όταν έκανα ορθογραφικό λάθος και συνέχισε με τη δική μου ανάγκη να διαφέρω από όλους. Αλλά επειδή ένα παιδί δεν ξέρει ποτέ πώς να το κάνει αυτό, προτίμησα επί πολλά συναπτά έτη να μην κάνω απολύτως τίποτα. Μονάχος πορεύεται κανείς στον έρωτα, στη δόξα και στο θάνατο. Ε, για να είμαστε δίκαιοι και στα παιδικά του χρόνια. Κι όποιος νιώθει το αντίθετο, τότε δεν πέρασε ποτέ πραγματική παιδική ηλικία, χωρίς στιγμές πλήρους απεξάρτησης από τον κόσμο.
Τα πρώτα μου μπάνια στη Μάνη δεν έγιναν ποτέ, γιατί δεν υπήρχε παραλία εκεί κοντά. Το πιο κοντινό σημείο για πλατσούρισμα ήταν κάτι βράχια δίπλα σε ένα λιμάνι. Αλλά θα μου πεις, πού στη Μάνη έχει παραλίες και όχι βράχια; Σωστά. Πάντα όμως ήθελα να μάθω να κάνω βουτιές από ψηλά και να δω πώς είναι ο βυθός, όταν σκας με τη μούρη enface στην αλμυρή επιφάνεια. Τελικά, δεν το έμαθα ποτέ. Αντίθετα, έμαθα πάντα να φοβάμαι τα ύψη και να έχω πρόβλημα με τα άκρα, μιας και πάντα πίστευα ότι έχω την τάση να πέσω (οπουδήποτε). Ακροφοβία μου είπαν αργότερα ότι λέγεται αυτό και εγώ είπα εντάξει, κάτι ξέρετε περισσότερο.
Μπορεί να μην έμαθα να πέφτω με τα μούτρα στη θάλασσα, έμαθα όμως να πέφτω με τα μούτρα στις εικόνες. Πάντα ήμουν εικονικός τύπος. Ακόμα και τα μαθήματα στο σχολείο τα μάθαινα οπτικά και όχι βασισμένος στη μνήμη μου ή την ικανότητα να αποστηθίζω. Αυτό ξεκίνησε λοιπόν την περίοδο που πήγαινα με τη γιαγιά μου για να μαζέψουμε κρεμμύδες, για να μας φτιάξει αργότερα τις υπέροχες κρεμμυδόπιτες που μόνο αυτή γνωρίζει. Ανεβαίναμε λοιπόν σε πλαγιές που ήταν γεμάτες ελαιόδεντρα, χωνόμασταν ανάμεσά τους και ξεκινούσαμε τις περιπλανήσεις για να διαλέξουμε τις πιο μυρωδάτες κρεμμύδες αλλά και τα πιο γερά ξερόχορτα, για να τις τυλίξουμε. Αυτή ήταν και μια από τις πιο μαγικές εικόνες που έχω καταγράψει ποτέ στο μυαλό μου, γιατί η ζέστη δεν απέτρεψε τη βροχή, αυτή δεν απέτρεψε το πρώτο μου ουράνιο τόξο, αυτό δεν απέτρεψε τις πιο ωραίες πίτες που έχω φάει στη ζωή μου και αυτές με τη σειρά τους δεν απέτρεψαν την αλλεργία μου στη γύρη της ελιάς, όταν βρίσκομαι κοντά σε ελαιόδεντρα. Αντιθέτως, τρελαίνομαι ακόμα για τον καρπό τους.
Υπήρχαν και δύσκολες στιγμές όμως. Και αυτές έρχονταν αργά το βράδυ, όταν η μητέρα μου ήθελε να πάει βόλτα με τα ξαδέρφια της και τις κοπέλες τους. Τότε, αισθανόμουν την εγκατάλειψη και ωρυόμουν και έκλαιγα και έβριζα και έσκιζα τα χαρτομάντιλά μου και δεν με ένοιαζε να κάνω βουτιά από ψηλά και δεν έδινα καμία σημασία αν είμαι ο πιο έξυπνος του χωριού (κυριολεκτικά) και δεν μου άρεσε να το παίζω ροκ σταρ σε συναυλία. Εκεί το έπαιζα παιδί τεσσάρων χρονών, που δε θέλει να μάθει, δε θέλει να διορθωθεί, δε θέλει να βρεθεί γιατί είναι χαμένο, δε θέλει να φάει όλες τις κρεμμυδόπιτες, δε θέλει να είναι σκληρό γιατί ξέρει ότι είναι αδύναμο, αλλά θέλει οπωσδήποτε να αγαπηθεί. Κι είναι αυτό που τελικά όλοι κουβαλάμε από πάντα και για όλους τους λόγους.
Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι ένα παιδί διαμορφώνει την προσωπικότητά του μέχρι τα πέντε του χρόνια. Από εκεί κι έπειτα, η ζωή του είναι μια διαρκής επιβίωση και εκπαίδευση, μέχρι την τελευταία πνοή της ζωής του. Αν η ζωή είναι με κάποιον μαγικό τρόπο η λούπα των παιδικών μας χρόνων, τότε εγώ ζω καθημερινά αυτό το ταξίδι στη Μάνη.
Well said (κι ας πην προσπάθησα ποτέ να κάνω κανέναν να ζηλέψει)!
ΑπάντησηΔιαγραφήGuilty kollhte, guilty...
ΑπάντησηΔιαγραφή