Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Καθείς με το σκουφί του.


Ωραία ήταν που χιόνισε. Ο καθένας είχε να πει τη δικιά του ιστορία, να πετάξει τη δική του χιονόμπαλα και να φορέσει το δικό του εκκεντρικό σκουφάκι για να σερφάρει στα μπαράκια του κέντρου και του απόκεντρου. Ας κοιτάξουμε μερικές από τις ιστορίες:

Είναι η τύπισσα που πήρε τη δουλειά της ζωής της και βάζει τον εαυτό της στην κατηγορία «βιονική γυναίκα», μιας και μέσα στην κρίση είναι προνόμιο να είσαι νικητής. Μαζεύει τους φίλους της, βγαίνει, πίνει, κλάνει από τη χαρά της, αλλά κανείς δεν την παίρνει είδηση μέσα στη φασαρία, χαμουρεύεται με τον σερβιτόρο, φεύγει κατά τις 4 από το μαγαζί και βγαίνει στην πλατεία να πάρει ταξί, καλύπτοντας τον πόντο που της έφυγε από το καλσόν με την faux δερμάτινη Prada. Περνώντας από τα υπόλοιπα μαγαζιά του πεζόδρομου και πατώντας πάνω σε αποτσίγαρα και διαφημιστικά για τηλεφωνικές υπηρεσίες, σκέφτεται: «Ναι ρε πούστη μου, επιτέλους. Σε κάνα δίμηνο θα φύγω από το κωλόσπιτο και θα μείνω μόνη μου, υπάρχει Θεός!». Ρωτώντας τον ταξιτζή αν είναι ελεύθερος, κόβει με την άκρη του ματιού της έναν άστεγο κακομοίρη να λιώνει από το κρύο στην άκρη του δρόμου και σκέφτεται, χωρίς να το καταλάβει: «Πώς θα τη βγάλει τη νύχτα;».

Είναι η κολλητή της τύπισσας, η οποία δεν θέλει να εξομολογηθεί πως δεν περνάει καλά για να μη στενοχωρήσει τη φίλη της. Άσε που είναι πιο άσχημη και τη μισεί κρυφά για αυτό από τη μέρα που της είπε: «Χάρηκα». Πίνει για να πιει, γελάει για να γελάσει και σκέφτεται: «Ωραία είμαι και πάλι. Γιορτάζω την ανεργία μου. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που έφυγα από τη Λάρισα για να έρθω στο κωλόκεντρο». Εκείνη δε φεύγει με τη φίλη της, αλλά μένει με κάνα-δυο που ήθελαν να κατεβάσουν μερικά υποβρύχια ακόμα. Πίνει τον κώλο της, πηδιέται με τον ίδιο σερβιτόρο στις τουαλέτες (γελώντας χαιρέκακα), τον χτυπάει μετά από κάνα μισάωρο γιατί δεν την κέρασε ούτε ένα σφηνάκι, βγαίνει κι αυτή στην πλατεία να πάρει ταξί και ρωτώντας τον ταξιτζή αν είναι ελεύθερος, σκέφτεται: «Θα ξαναπάω στη Λάρισα, να πάει να γαμηθεί». Με την άκρη του ματιού της κόβει τον ίδιο κακομοίρη να λιώνει από το κρύο και σκέφτεται, χωρίς να το καταλάβει: «Τελικά, δεν υπάρχει Θεός».

Είναι ο σερβιτόρος που χαμουρεύτηκε με τις δύο γκόμενες, πήδηξε τη μία και τώρα προσπαθεί να καθαρίσει το μαγαζί για να σχολάσει. Όντας μερικώς νηφάλιος, σκέφτεται: «Νούμερο 97, άλλες τρεις να φτάσω τις εκατό. Ε, μέσα στη βδομάδα ή την άλλη λογικά». Παίρνει το μεροκάματο, βγαίνει από το μαγαζί και πλησιάζει κι αυτός την πλατεία για να πάρει ταξί. Πριν φτάσει, βλέπει τον σακάτη να λιώνει από το κρύο και σκέφτεται, χωρίς να το καταλάβει: «Αν ήσουν πιο κοντά, θα σου έδινα τίποτα, αλλά έτσι όπως είμαι, θα μπω κατευθείαν στο ταξί». Στη διαδρομή αρχίζει να συνειδητοποιεί πως έχει φτάσει 25, το μόνο που κάνει είναι να δουλεύει, να πηδάει και να κοιμάται και πως δεν ανησυχεί για τίποτα, παρά μόνο για να περνάει καλά. Και μέσα στην παραζάλη της ημινηφαλιότητας, σκέφτεται: «Α ρε Θεέ, πόσο cool είσαι!».

Είναι και ο αφανής ήρωας της ιστορίας μας, ο ένας από τους τρεις της ενάτης Μαρτίου, που βλέπει τον κάθε έναν να περνάει για ταξί, για βόλτα, για παράνομη συνουσία στο άλσος του Θησείου, αψηφώντας το κρύο, και σκέφτεται: «Λογικό είναι, ούτε εγώ θα ερχόμουν μέχρι εδώ για να με βοηθήσω». Και καθώς βλέπει το ξημέρωμα να έρχεται, χαμογελάει, χωρίς να μπορεί να σπάσει το δέρμα του από το κρύο για να φανεί, και ψιθυρίζει: «Επιτέλους, θα βγει ο ήλιος, υπάρχει Θεός!». Και τότε είναι που αφήνει τον εαυτό του να αποκοιμηθεί επιτέλους. Χάνοντας την πίστη του στους ανθρώπους, όντας όμως ευγνώμων για τη μυστικιστική παρουσία του Θείου μέσα στο δράμα του. Αυτή η πίστη του τον μελανιάζει από πάνω μέχρι κάτω μέσα σε λίγα λεπτά. Το ίδιο και τους δύο φίλους του λίγο πιο πέρα. Και είχε δίκιο, ο ήλιος όντως βγήκε.

Στ’ αλήθεια, ποια αλήθεια είναι πιο βολική; Αυτή που ζούμε και περνάμε τις μέρες μας ή αυτή που παραβλέπουμε ως αθέμιτη και ασύμφορη; Αν τελικά ο Θεός ήταν ένας από αυτούς τους τρεις νεκρούς, σε τι μπορούμε να πιστεύουμε όσοι πιστεύουμε και σε τι θα μπορούσαμε να πατάμε για τις καταδίκες μας όσοι δεν πιστεύουμε; Δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει Θεός. Με ενδιαφέρει όμως να επιβεβαιώνω την καλή μου πίστη στον άνθρωπο, όπως και να ‘χει. Αυτή βέβαια επιλέγει να με κερατώνει με τον πρώτο αδαή, τεμπέλη, αλαζόνα και εγωκεντρικό που θα βρει μπροστά της. Και αναρωτιέμαι τελικά: «Νομίζεις ότι είσαι μακριά από αυτή την πραγματικότητα;». Αν ναι, ρώτα έναν άστεγο να σου πει σε ποιο μπαράκι τα έπινε πρόπερσι κι εσύ ήσουν απέναντί του, άγνωστος μεταξύ υποψήφιων αστέγων. Και, ίσως, υποψήφιων νεκρών.

5 σχόλια:

  1. Ω!Κακές και δύσκολες αλήθειες! Άβολες αλήθειες, ασχημες αλήθειες, απάνθρωπες αλήθειες, δίχως ίχνος 'χρυσόσκονης' -όπως έγραψες και εσύ- μα μην γελιέσαι, άνθρωποι υπάρχουν ακόμη, απλά θέλει υπομονή να ψάχνεις το χρυσάφι μέσα στα σκατά..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το θέμα όμως ξέρεις ποιο είναι; Πόσα σκατά μπορείς να αντέξεις, μέχρι να βρεις το χρυσάφι; Κι αν το βρεις και μετά καταλάβεις ότι κουράστηκες; Πολύς κόπος ρε φίλε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Έχω πεί πολλές φορές το "Δεν αντέχω άλλο ρε!" και όμως, μόλις βρω κάτι που να αξίζει, βρίσκω και κουράγιο. Ίσως επειδή φοβάμαι πως το να βρίσκω ''χρυσάφι'' και να το παρατάω με κάνει ουσιαστικά ηλίθια ;-)(άσχετο αν τελικά βγει άνθρακές ο θυσαυρός) όσο περί κόπου...εμένα ΤΙΠΟΤΑ δεν μου ήρθε σε αυτή τη ζωή δίχως πολύ κόπο, εσένα;;;Ο κόπος είναι δεδομένο, δεν τον βλέπω πλέον καν (και ας γκρινιάζω ασύστολα). Καλησπέρα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Φοβόμαστε να αλλάξουμε συνήθειες. Βολευόμαστε με αυτές που έχουμε δημιουργήσει, δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, δεν θέλουμε να βλέπουμε το είδωλο μας στον καθρέφτη.
    Τα σκατά όλοι τα αντέχουμε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, εμάς δεν αντέχουμε...
    Κι όπως είπε η anidifranco μόλις βρούμε κάτι που αξίζει, βρίσκουμε και το κουράγιο. Άρα το ερώτημα είναι... θέλουμε να βρούμε κάτι που αξίζει;

    Σε φιλώ Νικόλα μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Όλα είναι σωστά τελικά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Τον κόπο δεν πρέπει να τον φοβάται κανείς. Τον άδικο κόπο όμως τον βαριέσαι, κυρίως μάλιστα όταν όλα γύρω σου είναι άδικα και αποδεκτά ως ok.
    Άλεξ μου όλοι θέλουμε να βρίσκουμε πράγματα και ανθρώπους που αξίζουν. Μερικές φορές όμως η αναζήτηση μέσα στο τόσο σκάρτο μοιάζει με τον παρθένο ετών 44 - ουτοπικό. Γιατί, τελικά, αν η καλή μας πίστη στον άνθρωπο άξιζε τον κόπο, κανείς από τους τρεις άστεγους δεν θα είχε πεθάνει.

    luv you!

    ΑπάντησηΔιαγραφή