Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

27 και κάτι.


Πέρασα τα 27 σε μια άλλη ζωή, αλλά δεν κατάφερα να τα ξεπεράσω. Τελικά, το ρητό του Bobby με επηρέασε πολύ («Γιατί δεν πίνεις όλο το μπέρμπον σου Janis; Άλλα παιδάκια δεν έχουν να πιουν τίποτα»). Και το ακολούθησα πιστά σε όλο μου το βιος. Αυτό βέβαια μου στοίχισε πολλά πράγματα, όπως βόλτες στο δέλτα του Μισσισσιππή, μασκαρέματα στο Mardi Gras, σφηνάκια που τα προόριζαν για μένα, τραγούδια που έγραφαν για την αφεντιά μου και τελικά τα είπαν άλλοι, φίλους που μπορεί και να είχα κάνει, θεούς που μπορεί και να είχα προσκυνήσει. Δεν μετανιώνω για τίποτα.

Σε όλα αυτά είχα παρέα. Πολύς κόσμος έφυγε νωρίς και κοντά σε μένα κατάφερε να έχει τις ίδιες σκέψεις αργότερα. Καθώς τα έπινα κάπου μεταξύ Παραδείσου και κολάσεως (είναι πιο ενδιαφέρον το ενδιάμεσο, παραδέξου το), κάνα μήνα αφού ξεψύχησα, με μια σολ που παραλίγο να γίνει σολ δίεση, αλλά δεν είχα δυνάμεις για να φτάσω εκεί, εμφανίστηκε ομπρός μου ο φίλος μου ο Jimi. Τα έχασα και χαμογέλασα, σαν να το φχαριστιόμουν που άφησε τα επίγεια. Μην με κατηγορήσετε, αλλά χάρηκα λίγο, είναι αλήθεια. Είχα βαρεθεί μονάχος στα ψηλά πατώματα και ήθελα λίγη συντροφιά.

Με τον Jimi περάσαμε ωραίες στιγμές μαζί. Και πριν και μετά. Κι οι Θεοί που πιστεύετε, όλοι μαζεμένοι, μας είχαν στα όπα-όπα. Τους τραγουδούσαμε και μας κερνούσαν κοκτέιλ αμβροσίας με μπέρμπον από σκόνη σύγνεφου, μας τάιζαν λόγια και βότανα που έκαναν τις φωνές μας αγνώριστες και μας έλουζαν με υγρά που άνθρωπος δεν έχει ξαναδεί. Αν το ήξερα, μπορεί να επιδίωκα να φύγω νωρίτερα κιόλα.

Δεν προλάβαμε να βαρεθούμε και τσουπ, σκάει μύτη κι ο Jim. Λίγο βαριεστημένος και ποζεράς, αλλά αγάπα τους φίλους σου με τα ελαττώματά τους. Ε, αυτό κάναμε κι εμείς. Τον υποδεχτήκαμε με χαρά και τον βάλαμε στο ουράνιο ensemble που είχαμε κάνει, αλλά όχι πρώτη φωνή, τον αφήσαμε να ψηθεί λίγο. Άλλωστε, κι οι Θεοί ήταν λίγο προκατειλημμένοι μαζί του, μιας και δεν ήξεραν τι κουμάς ήταν. Εμείς τον είχαμε ζήσει και στα ισόγεια και είχαμε πιει μερικές μπύρες μαζί, οπότε ξέραμε ότι θα κολλήσει με το team. Εκείνος βέβαια νόμιζε ότι τον σνομπάραμε και ότι εγώ του κρατούσα ακόμα κακία από τότε που του είχα σπάσει την μποτίλια στο κεφάλι, αλλά μετά κατάλαβε την τακτική των ουρανών και ηρέμησε. Ευτυχώς, τα βρήκαμε σύντομα και οργανώσαμε και τις φωνές. Για να μην κουραζόμαστε, κάναμε βάρδιες. Ένας είχε ρεπό, ένας πρώτη φωνή κι ένας δεύτερη. Και όλοι ήταν ευχαριστημένοι – Θεοί κι άνθρωποι.

Τότε όμως ήταν μόνο 1971 και πέρναγαν τα χρόνια κι οι δεκαετίες και θέλαμε ανανέωση και παρέα. Κανείς όμως δεν μας σκεφτόταν. Τα είχαμε παρατήσει και με το τραγούδι, μιας και οι Θεοί μας βαρέθηκαν και το έσκαγαν για κάνα επίγειο νταλαβέρι πού και πού. Ήταν τότε που το είχαμε ρίξει στην υγιεινή διατροφή και λέγαμε ότι τελειώσανε τα ψωμιά μας και ότι δεν έχουμε άλλα περιθώρια για ρέκλα, αλκοόλ και τραγούδι. Ήταν τότε που μας είχε πιάσει κατάθλιψη, κι εμάς και τους Θεούς.

Ήταν το 1994, λοιπόν, που άνοιξε την πόρτα ένας ξανθός μορφονιός με βαρύτονη φωνή από γρέζι και μουρμουρούσε τα δικά του. Εγώ, κρυφά και χωρίς να το καταλάβω, τον ψιλοερωτεύτηκα. Άλλωστε, είχα καιρό να δω καινούργιο κόσμο στην καλλιτεχνική ομάδα του σιναφιού μας και μου φάνηκε δικός μας. Τον λέγανε Kurt και μας έριξε την ψυχολογία με αυτά που τραγουδούσε. Για έναν περίεργο λόγο όμως, κατάφερε να κάνει τράκα από την ψυχολογία των Θεών και να τους φέρει πάλι στα δικά μας τα μέρη, μιας κι αυτοί είχαν βαρεθεί τόσες δεκαετίες να κατεβαίνουν κάθε λίγο και λιγάκι στις αλάνες για τα διάφορα φεστιβάλ. Άσε που η μουσική είχε αλλάξει και δεν τους άρεσε, ενώ οι περισσότερες πύλες ανάμεσα σε Γη και Ουρανό είχαν κλείσει, όπως και οι καρδιές των ανθρώπων.

Καταστρώσαμε σχέδιο οι παλιότεροι και βάλαμε τον Kurt να μουρμουράει τα δικά του και να προσελκύει τους άλλους, τους μεγάλους. Εμείς μπαίναμε σφήνα και λέγαμε κάνα δικό μας, ενώ στα μεγάλα ντέρτια κάναμε και καμιά διασκευή από αυτά που άκουγαν όταν κατέβαιναν κάτω. Για τους Θεούς, όχι για εμάς, μη φανταστείς. Ευτυχώς που κι ο Kurt αποδείχτηκε δικό μας παιδί, μπήκε γρήγορα στο κλίμα και σιγά-σιγά κατάφερε να έχει και δικό του κοινό. Όχι μεγαλύτερο από το δικό μου φυσικά. Κανείς δεν το κατάφερε αυτό. Ένας είναι ο Janis.

Και πάλι ρε παιδί μου όμως, πέρασαν πολλά χρόνια και βαρεθήκανε οι Θεοί. Εμείς πάλι όχι, γιατί όσο μεγαλώναμε εκεί πάνω, τόσο ξεμωραίναμε. Δεν μπορούσαμε όμως να τους βλέπουμε να μας αφήνουν για τους γήινους, να κάνουν παρέα μαζί τους, να τους δίνουν εξουσία, να τους γράφουν τραγούδια και να ζουν στα σπίτια τους. Το πράγμα είχε προχωρήσει πολύ. Την τρομακτική ιδέα λοιπόν την είχε ο Kurt, αυτό του το αναγνωρίζω.

Ήταν ξημερώματα της 23ης Ιουλίου και είπαμε να ζητήσουμε άδεια από τους Θεούς για να κατέβουμε για μία φορά στη Γη, να δούμε τι γίνεται εκεί κάτω. Ξεκινήσαμε και φτάσαμε λίγο πριν να ανατείλει ο ήλιος. Φτάσαμε στο Λονδίνο, προχωρήσαμε προς την Camden Square, σταθήκαμε στο δέντρο απέναντι από μια υπέροχη έπαυλη, προσπαθώντας να αποσπάσουμε ήχους και κινήσεις. Η τύπισσα ήταν 27 και κάτι, ακριβώς αυτό που ψάχναμε, με αιθέρια φωνή, ψυχή ταλαντευόμενη ανάμεσα στο θνητό και το μακάβριο, σώμα από εύπλαστο πηλό και βλέμμα γεμάτο πόνο.

Περιμέναμε να δούμε ακριβώς σε ποιο δωμάτιο κοιμόταν. Όταν το ανακαλύψαμε, τρέξαμε προς αυτήν και προσπαθήσαμε να την πάρουμε μαζί μας. Ήταν πολύ δυνατή όμως και φώναζε με λυγμούς. Ευτυχώς, είχαμε φροντίσει να μην ακούγεται τίποτα. Όταν την αναγκάσαμε να ηρεμήσει με λίγα χαστούκια και μερικά σφηνάκια, της εξηγήσαμε την κατάσταση από το 1970 μέχρι και το 2011. Φάνηκε να συγκινείται. Σε κάποιο σημείο μάλιστα άρχισε να μουρμουράει ασυνάρτητα μερικές νότες και να μας απευθύνει το τραγούδι. Εμείς δεν ξέραμε γρι από αυτά που έλεγε, οπότε ήμασταν ανακόλουθοι, αλλά ήταν τόσο μεθυσμένη και φτιαγμένη με το πέρασμα της ώρας, που δεν πήρε πρέφα τίποτα.

Γύρω στο μεσημέρι, όντας κουρασμένοι, κάναμε μια τελευταία έκκληση για συμπαράσταση και της είπαμε ότι πρέπει να γυρίσουμε πίσω επειγόντως, γιατί οι Θεοί θα θυμώσουν. Άσε που είχαμε και παράσταση και θα τραγουδούσα πρώτη φωνή. Καλά την είχαν οι άλλοι τρεις, με το ρεπό του ο Kurt και δεύτερες φωνές οι άλλοι δύο. Τέλος πάντων, λεπτομέρειες… ήταν τότε, στις δικές μου σκέψεις, που η Amy σηκώθηκε, ήπιε μια τελευταία γουλιά, σνίφαρε και αναφώνησε: «Πάρτε με μαζί σας, κουράστηκα εδώ με τους ανθρώπους, θέλω να τραγουδάω και να κάνω φίλους, τίποτα άλλο». Την αρπάξαμε, μπήκαμε στην πρώτη πύλη που άνοιξε γύρω στις τρεις και κάτι το μεσημέρι και ήρθαμε πάνω.

Είναι τόσο καλό παιδί και τόσο χαρισματικό, που με το που φτάσαμε, πήρε την κιθάρα της, μας ζήτησε να κάτσουμε κάτω και να ξεκουραστούμε, ζήτησε από τους Θεούς συγνώμη για την αλλαγή του προγράμματος και ξεκίνησε να παίζει μερικά ακόρντα. Ήταν η πρώτη φορά που δάκρυσα μετά από δεκαετίες. Και σπανίως δακρύζω με φωνές άλλων. Και παρόλο που εμείς την πήραμε από τους θνητούς με το έτσι θέλω, δεν μετανιώνω για τίποτα. Άλλωστε, είμαστε μόλις πέντε, εσείς εκεί κάτω έχετε τόσο κόσμο να στηριχτείτε και να αγαπήσετε. Ή μήπως όχι;