Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Δύο χοιρινές και μια σαλάτα.


Χτυπάει αλλά δεν το σηκώνεις. Μόλις έφαγες δύο χοιρινές και σαλάτα και τα χρησιμοποιείς για άλλοθι μέσα στο καταμεσήμερο, παρόλο που ξέρεις ότι ο δολοφόνος ξαναγυρνάει στον τόπο του εγκλήματος.
Ξαναχτυπάει ρε γαμώτο και πάνω που έλεγες να πάρεις έναν υπνάκο. Τι στο καλό; Ακόμα να τα χωνέψεις; Και αν είναι ανάγκη; Αν κάποιος έχει πάθει κάτι και η τελευταία του πνοή στηρίζεται στις δικές σου αποφάσεις; Αν το κακό που θα πάθεις με το να θυσιάσεις λίγα υπνόλεπτα είναι μηδαμινό απέναντι σε αυτό που θα πάθει ένα αγαπημένο πρόσωπο; Το βάζεις στο αθόρυβο.
Άκουγες τον τελευταίο δίσκο της Laura Marling γιατί σου αρέσει να πέφτεις και να γίνεσαι κουρέλι. Εσύ όμως αυτό έχεις επιλέξει να το βαφτίσεις ‘γλυκιά μελαγχολία’, οπότε δεν χαρίζεσαι σε κανέναν που υγραίνονται τα μάτια σου που και που και σου αρέσει. Ξέχασες όμως τα ηχεία του υπολογιστή ανοιχτά. Και μπορεί το κινητό σου να μην έχει πλέον φωνή, τα παράσιτα και ο θόρυβος όμως από τα μόνιτορ δίνουν ψυχή στο άψυχο αντικείμενο επικοινωνίας και δεν ξέρεις τι άλλο να κάνεις για να σε παρατήσουν για λίγο ήσυχο. Είπαμε, άκουγες κατάθλιψη.
Τα κλείνεις όλα. Κινητά και ακίνητα. Άψυχα και ζωντανά. Και πάνω που λες ότι ήρθε η ώρα να τα βρεις με τον εαυτό σου, δεν έχεις χρόνο. Για να είμαστε ειλικρινείς έχεις όλο τον χρόνο του σύμπαντος, αλλά ποιος ψυχαναγκαστικός παραδέχεται πως (κατά)πιέζει το μυαλό του και του αρέσει; Και τότε τα ανοίγεις ξανά όλα.
Απαντάς σε όλα. Δεν λες ποτέ γιατί και πώς και τι ώρα και κάτω από ποιες συνθήκες. Κανείς δεν πρέπει να ξέρει τι σκέφτεσαι και γιατί δεν το σήκωνες. Είναι δικό σου θέμα, όπως κάθε τι που σε απασχολεί.
Ετοιμάζεσαι στα γρήγορα, χασομεράς λίγο στην τουαλέτα, μιας και η τελευταία σου εμμονή είναι τα οδοντικό νήμα, βάζεις τις Von Dutch σαγιονάρες που πήρες σε μισή τιμή πριν χρόνια σε κοσμοπολίτικο νησί των Κυκλάδων και τρέχεις να προλάβεις το μετρό. Για οτιδήποτε βασικά, δεν έχει σημασία που θα βρεθείς και με ποιους. Άλλωστε, ποτέ δεν δήλωσες αντικοινωνικός στην ταυτότητα της ευρωπαϊκής ένωσης, έτσι δεν είναι;
Τρέχεις συνέχεια όταν δεν πρέπει, πνίγεις αλήθειες σε τηλεφωνικά χαμόγελα, θυσιάζεις χρόνο με τον εαυτό σου για την κοινωνική ισορροπία της πρωτεύουσας και καταναλώνεις όλες τις κιλοβατώρες ενέργειας που σου έδωσαν οι χοιρινές και η σαλάτα για τα πιο ανώδυνα και επιφανειακά πράγματα του κόσμου. Ειρωνεία;

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Αριζόνα.

Δώδεκα και ένα. Δώδεκα και δέκα. Δώδεκα και πενήντα εννιά. Γεωμετρική αύξηση του χρόνου άνευ γνωστής εξίσωσης, η οποία ανταποκρίνεται με μεγάλη ακρίβεια στη στασιμότητα ενός σώματος απέναντι στην όψη του ήλιου. Το καλοκαίρι έξω από το κέντρο, αλλά και πάλι τόσο κοντά του είναι σαν ξεγέλασμα στο trendy αντιηλιακό με χαμηλό δείκτη προστασίας και χρυσόσκονη για τους πιο τολμηρούς. Τέτοιο ξεγέλασμα μάλιστα, που το δέρμα πιάνει μάκα και άντε να βρεις κάτι πιο λιπαρό για να βγει.

Μία και πέντε. Μία και δώδεκα. Μία και σαράντα πέντε. Η έκθεση στην ακτινοβολία συνεχίζεται σαν μια εκνευριστική σφίγγα στην λεία επιφάνεια νερωμένης αυλής. Δεν τα παρατάει μέχρι να δροσιστεί για τα καλά. Και όταν χορτάσει, θα πάει μια βόλτα να βγάλει το δηλητήριό της μέσα σε μερικά σώματα που λιάζονται λίγο παραπέρα και την επόμενη μέρα θα επιστρέψει για τη δόση της. Έχεις αναρωτηθεί άραγε γιατί τα έντομα είναι οι μεγαλύτεροι ναρκωμανείς του πλανήτη;

Δύο και τρία. Δύο και είκοσι. Δύο και τριάντα πέντε. Το σώμα παράγει πολλές ποσότητες ιδρώτα, η μελανίνη αναλαμβάνει τη σκυτάλη και το νερό σβήνει τις υπερβολικές δόσεις και από τα δύο. Είναι η ώρα που ο κόσμος γύρω σου είναι περισσότερος. Είναι η ώρα που ο ήλιος γίνεται κακός και ύπουλος στα ανυπεράσπιστα κορμιά. Είναι η ώρα που το στομάχι θα πέθαινε για μια παγωμένη μπύρα και μια μακαρονάδα. Είναι η ώρα που οι ορμόνες βαράνε κόκκινο και άντε να γυρίσεις ανάσκελα. Αλλά, όπως λέει κι ο φίλος μου ο Τομ, ας μην ανοίξουμε το φερμουάρ αυτού του παντελονιού.

Τρεις και τέταρτο. Τρεις και εικοσιπέντε. Τρεις και μισή. Μάλλον η κούραση διαδέχεται σιγά-σιγά την απόλαυση και η ζυγαριά αρχίζει και γέρνει πλαγίως. Ο ιδρώτας έχει ποτίσει τον βράχο που κάθεσαι και κοντεύει να γεννήσει βρύα από κύτταρα ανθρώπινου δέρματος. Η μελανίνη τα έχει παρατήσει, μιας και λειτουργεί πλέον σαν το τσιγαρισμένο λάδι που περιμένει την ντομάτα για να το σβήσει, ενώ η φαντασίωση για παγωμένη μπύρα και μακαρονάδα μπορεί πλέον να ταυτιστεί με την ανάγκη του νεκρού για μια δεύτερη ζωή.

Τέσσερις και δύο. Τέσσερις και έντεκα. Τέσσερις και δεκαεννιά. Είναι οι αποστάσεις των λεπτών μέχρι να σηκωθείς, να ετοιμαστείς και να πας στο αυτοκίνητο.

Τέσσερις και εικοσιεπτά. Είναι τα οχτώ λεπτά μέχρι να καταφέρει το σωτήριο κλιματιστικό να σε κάνει να πάρεις ανάσα και να βρεις το κουράγιο να πιάσεις το τιμόνι, ώστε να μην σου καίει την αλατισμένη παλάμη.

Πέντε και κάτι. Το κέντρο είναι Αριζόνα. Μεγάλοι δρόμοι, άδειοι, με νωπή άσφαλτο που ξερνάει ατμούς στην άκρη του ματιού, σαν να είναι έτοιμη να τηγανίσει αβγά με πατάτες. Και ένας από τους δρόμους αυτούς είναι ο δρόμος που θα σε πάει σπίτι.

Πέντε και μισή. Είμαστε τόσο μαζώχες τελικά, που περνάμε τα πάνδεινα για ένα μπάνιο; Ή ευλογημένοι που ζούμε σε μια πόλη που απλόχερα προσφέρει τα πάντα;